Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Οι κακές αγορές και ο καλός μηχανισμός στήριξης

Οι κακές αγορές και ο καλός μηχανισμός στήριξης


Του Σπύρου Λαπατσιώρα*

Γίνεται πολύ λόγος για την «επίθεση που κάνουν οι αγορές». Μάλιστα ο κ. Παπανδρέου με σκοπό τη συγκρότηση μίας εθνικής συναίνεσης στις πολιτικές του το επικαλείται «οι κερδοσκόποι μας επιτίθενται πρέπει να αντισταθούμε…».

Τι είναι οι αγορές;
Οι «αγορές», όπως είναι σήμερα, καταρχάς είναι ένα σύστημα διαχείρισης της χρηματοδότησης της νεοφιλελεύθερης μορφής της καπιταλιστικής οικονομίας. Αποτελούνται από τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δηλαδή, μορφές κεφαλαίου που στοχεύουν στο μέγιστο δυνατό ποσοστό κέρδους. Με κάποια απλά παραδείγματα, μπορούμε να δούμε κάποια βασικά στοιχεία της λειτουργίας τους.
Στην αγορά ομολόγων αγοράζονται και πωλούνται τα χρέη των κρατών. Στις σημερινές συνθήκες, αύξησης του χρέους σε όλο σχεδόν τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, ο κάθε ένας που κατέχει ή θέλει να αγοράσει ένα ομόλογο 100 ευρώ με στόχο σε 10 χρόνια να αποκομίσει 140 ευρώ ρωτά πρώτα τι κίνδυνος ενέχεται στο μέλλον, λόγω πιθανότητας αναδιαπραγμάτευσης του χρέους, αυτό να αξίζει λιγότερο από 140 ευρώ.
Ακόμη περισσότερο ρωτά κατά πόσο η αύξηση του χρέους θα ωθήσει τα επιτόκια υψηλότερα, με αποτέλεσμα αν χρειαστεί να καταθέσει αυτό το ομόλογο ως εχέγγυο για να πάρει χρήματα, στην αγορά χρήματος, θα λάβει κάτι λιγότερο από την αξία που θα όφειλε να είχε με βάση το ποσό που έδωσε και την απόδοση που περιμένει. Αν έχει αγοράσει το ομόλογο με επιτόκιο 5% και τα επιτόκια διαμορφωθούν στο 10% στο μέλλον τότε θα έχει μία απώλεια εφόσον το ομόλογο ως εγγύηση αποδίδει λιγότερα χρήματα.
Όλους αυτούς τους κινδύνους τους ενσωματώνει στις απαιτήσεις του να πάρει ένα επιτόκιο που να έχει μία διαφορά (spread) σε σχέση με θεωρούμενα ασφαλή ομόλογα ή άλλους τίτλους χρέους. Εν προκειμένω, της Γερμανίας.
Αυτή η λειτουργία καθιστά τις «αγορές» μηχανισμό επιτήρησης των κρατών και των επιχειρήσεων για το κατά πόσο εφαρμόζουν πολιτικές οι οποίες προάγουν τις κεφαλαιακές αποδόσεις και γενικότερα πολιτικές που αλλάζουν το ταξικό συσχετισμό προς όφελος του κεφαλαίου. Αυτή η θέση τους δίνει μία ισχύ, να επιβάλλουν πειθάρχηση στους κανόνες (διευρυμένης) αναπαραγωγής της υπάρχουσας μορφής του καπιταλισμού. Ωστόσο, αν και αποτελούν θεμέλιο στοιχείο παραγωγής οικονομικών γεγονότων δεν αποτελούν το καθοριστικό στοιχείο για ό, τι συμβαίνει από την έναρξη της κρίσης στην ευρωζώνη.
Η αρχιτεκτονική της ΕΕ και η πολιτική της
Ό, τι καθορίζει και παράγει γεγονότα στην Ευρωζώνη είναι η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. σε συνδυασμό με τις πολιτικές διαχείρισης της κρίσης καθώς αυτή (η κρίση) αντιδρά με τις «αγορές». Πολιτικές οι οποίες εντείνουν την ύφεση, επομένως μειώνουν τα εισοδήματα, αυξάνουν το χρέος σε σχέση με τα εισοδήματα, αυξάνουν τα ελλείμματα, δημιουργούν κινδύνους απώλειας αξίας για τους κατόχους τίτλων. Επομένως, οι κάτοχοι τίτλων αυξάνουν τις απαιτήσεις τους όσον αφορά τα επιτόκια τα οποία ζητάνε, ή και αρνούνται να αγοράσουν ή να δεχτούν ως ενέχυρο επικίνδυνους τίτλους.
Επίσης, είναι σε γνώση όλων ότι η πολιτική της Ε.Ε. ο «κάθε ένας να τα βγάζει πέρα μόνος του» δημιουργεί επιπλέον κίνδυνο για κάθε κράτος στο οποίο θα διαπιστωθεί μία «αρρυθμία». Θα αναγκαστεί να επεκτείνει τα μέτρα λιτότητας, επομένως να ενισχύσει τις τάσεις ύφεσης, με συνέπεια να αυξηθούν τόσο οι ανάγκες του για δανεισμό όσο και οι κίνδυνοι.
Τελευταίο. Είναι γνωστό ότι τα χρέη των κρατών, ως ποσοστό των εισοδημάτων, μεγεθύνονται, λόγω των πακέτων διάσωσης που υλοποιήθηκαν όταν ξέσπασε η κρίση για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού μηχανισμού αλλά και όλων των παρεμβάσεων που συνθέτουν τη δημοσιονομική πολιτική. Απ’ αυτές τις πολιτικές και σε συνδυασμό με τα προηγούμενα δημιουργούνται ανησυχίες, οι οποίες θεωρητικοποιούνται πλέον σε πολλές οικονομικές αναλύσεις, ότι τελικά οι πολιτικές αυτές όχι μόνο δεν θα λύσουν άλλα προβλήματα πέραν της αλλαγής του θεσμικού πλαισίου και του ταξικού συσχετισμού εις βάρος της εργασίας, αλλά, επειδή θα οδηγήσουν σε αδιέξοδο την εξυπηρέτηση του χρέους θα αναγκαστούν αρκετά κράτη να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις αναδιάρθρωσης ή και παραγραφής του χρέους (για την Ελλάδα υπάρχουν αναλύσεις που λένε ότι ένα 50% παραγραφή του χρέους είναι το πλέον λογικό σενάριο).
Όλα αυτά μαζί μας οδήγησαν στην Παρασκευή, 6/5, όπου τέθηκε ζήτημα νέας κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ζήτημα σταθερότητας, ακόμη και ύπαρξης του ευρώ.

Μερική ρήξη, αλλά δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα
Η αντίδραση της ιθύνουσας τάξης που εκδηλώθηκε άμεσα το Σαββατοκύριακο, παρόλο που βρίσκεται σε μερική ρήξη με το Σύμφωνο Σταθερότητας και ανοίγει ζητήματα αλλαγής της αρχιτεκτονικής της Ευρώπης, πλέον, δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Πιστεύει ότι με μία μεγάλη «ένεση» ρευστότητας στα κράτη που θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες και με την ΕΚΤ να ασκεί μία πολιτική απορρόφησης των κραδασμών των πολιτικών ύφεσης, με άλλα λόγια λέγοντας στους κατόχους τίτλων ότι αναλαμβάνει η ΕΚΤ και εν συνόλω τα κράτη της ευρωζώνης τους κινδύνους που δημιουργούν οι πολιτικές αυτές, θα τους ηρεμήσει και οι «αγορές» θα κινηθούν με ομαλούς ρυθμούς. Δεν ξέρουμε τις λεπτομέρειες, των οποίων η αποσαφήνιση είναι ουσιαστικό ζήτημα που ανοίγει την εξέλιξη του μηχανισμού προς διάφορες κατευθύνσεις
Ωστόσο ως έχει, γενικά, είναι, ακόμη μία φορά, μετάθεση του προβλήματος. Μετάθεση με την ελπίδα ότι δύο τάσεις της συγκυρίας δεν θα εκδηλώσουν τη δυναμική τους έτσι που να μην μπορούν να τύχουν διαχείρισης. Πρώτη, τα χρέη να αυξάνουν και επομένως επιμηκύνεται ο χρόνος εξόδου από την κρίση των δημόσιων οικονομικών. Το πρόβλημα φερεγγυότητας των κρατών δεν επιλύεται. Δεύτερη, οι πολιτικές αυτές να βάζουν φωτιές στις κοινωνίες της Ευρώπης. Πώς μπορεί ο κόσμος της εργασίας να δεχθεί πολιτικές που αλλάζουν βίαια τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων, που ξεθεμελιώνουν κατακτήσεις που διαμορφώθηκαν σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο χωρίς να υπάρξουν αντιδράσεις; Οι όποιες αντιδράσεις, όμως, θα εκληφθούν από τις «αγορές» ως ένδειξη ότι η τρέχουσα ιδεοληψία των ιθυνουσών τάξεων της Ευρώπης κινδυνεύει να αναγνωρισθεί απ’ όλους ως τέτοια. Μία ιδεοληπτική, δηλαδή, αναπαράσταση του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων με αποτέλεσμα ο κίνδυνος απώλειας της αξίας των τίτλων να μεγαλώσει.
Επομένως, πρέπει να περιμένουμε και άλλες εξελίξεις καθώς η αδιέξοδη πολιτική πρόταση που πάει να εφαρμοστεί σε κάθε χώρα της Ευρώπης θα αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της.

* Ο Σπ. Λαπατσιώρας, διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
ΕΠΟΧΗ,  Κυριακή, 16 Μαΐου 2010
http://www.epohi.gr/portal/politiki/5029-2010-05-16-15-24-12

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου