Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Μετά το PSI


Μετά το PSI

Η ελληνική κοινωνία δε βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση που βρίσκεται σήμερα λόγω χαμηλής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της. Αλλά λόγω ακύρωσης του τρόπου με τον οποίο χρηματοδοτούσε τις ανάγκες της μέχρι την κρίση του 2008. Οι αγορές χρήματος ανα-τιμολόγησαν τον κίνδυνο να δανείζει κανείς στην μέχρι τότε υψηλά μεγεθυνόμενη και με υψηλά επίπεδα κερδοφορίας ελληνική οικονομία συνδυάζοντας τα αποτελέσματα της κρίσης του 2008 (που έπληξε τις δυνατότητες δανεισμού των τραπεζών) με την τότε ευρωπαϊκή πολιτική διαχείρισής της. Η έξοδος από τις αγορές καθώς οδηγούμαστε από τη κυβέρνηση Παπανδρέου στο ΔΝΤ (με επιτόκια δανεισμού εκείνη την εποχή χαμηλότερα από τα πρόσφατα της Ιταλίας) έβαλε ένα τέλος στο μοντέλο συσσώρευσης που είχε ο ελληνικός καπιταλισμός από τις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Για τη χρηματοδότηση των αναγκών, ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, η ελληνική οικονομία πρέπει να μεταστραφεί σε πιο εξαγωγική οικονομία απ’ ότι ήταν. Ωστόσο αυτό το γεγονός δε σημαίνει ότι η χαμηλή εξωστρέφεια αποτέλεσε αιτία της κρίσης που βιώνουμε. Το να καθίσταται το αποτέλεσμα αιτία – η ταυτολογική αναγνώριση πώς «πάθαμε» ότι «πάθαμε» επειδή «παράγουμε λιγότερα απ’ ότι καταναλώνουμε» – αποτελεί προσφιλή μηχανισμό παραγνώρισης και συγκρότησης της ιδεολογικής αστικής ηγεμονίας. Αυτή η παραγνώριση στηρίζει την πολιτική που ακολουθείται και την οποία αναλυτικά επιμερίζουμε σε δύο στρατηγικούς στόχους.

Πρώτος, ελαχιστοποίηση της χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας στα απολύτως αναγκαία. Αυτό δημιουργεί συνθήκες ελαχιστοποίησης των εναλλακτικών επιλογών στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής (εκτός και αν αναληφθεί το «κόστος» ενός άλλου δρόμου). Το «κούρεμα» του ιδιωτικού χρέους το οποίο μειώνει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας για την επόμενη δεκαετία σε τόκους (μικρότερα επιτόκια) και χρεολύσια (πολύ λιγότερα εφόσον μετατίθενται μετά το 2020). Προφανώς το «κούρεμα» αποτελεί αναγκαίο αποτέλεσμα των ακολουθούμενων πολιτικών, εφόσον δημιουργούν ύφεση και επομένως αδυναμία εξυπηρέτησης χρέους.

Αυτό το σκοπό επίσης εξυπηρετούν η μείωση των δημόσιων δαπανών έτσι ώστε να προκύψουν πρωτογενή πλεονάσματα και οι ιδιωτικοποιήσεις (πέραν του γεγονότος ότι και τα δύο κατατείνουν στο άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας για τους ιδιώτες και υποβοηθούν το στρατηγικό στόχο της υποτίμησης της εργασίας). Η ιδέα ότι για την κρίση ευθύνεται η χαμηλή ανταγωνιστικότητα συγκαλύπτει το γεγονός ότι το πρόβλημα της συσσώρευσης χρέους στην Ελλάδα έχει ως κύρια αιτία του την πολύ χαμηλή φορολόγηση του κεφαλαίου και του πλούτου (και είσπραξής της φυσικά) και νομιμοποιεί τις λύσεις που εντείνουν την αναδιανομή προς όφελος της μερίδας των κερδών. Δεν είναι αβλεψία: όταν ο κ. Ντράγκι ανακοινώνει ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο «τελείωσε», τότε καταλαβαίνουμε ότι η πολιτική που ακολουθείται δεν έχει σχέση με το συγκεκριμένο πρόβλημα αλλά με ευρύτερες στοχεύσεις. Ωστόσο καθώς εντείνονται οι κινητοποιήσεις στην Ελλάδα το ποσοστό των δημοσίων δαπανών ως προς το ΑΕΠ που τίθεται ως στόχος συνέχεια αυξάνει: από 30,5% στην τρίτη έκθεση σε 33.5% στη συνέχεια και σε 35% στην τελευταία ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.

Ο δεύτερος στόχος, πιο στρατηγικός, είναι να μεταστραφεί η ελληνική οικονομία σε πιο εξαγωγική οικονομία και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα μέσα από μία πολιτική «σοκ». Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας κατανοείται ως πρόβλημα σχετικά υψηλών τιμών και στη συνέχεια ως πρόβλημα υψηλών μισθών, παρά την ανάλυση των στοιχείων που δείχνει ότι οι σχετικά υψηλές τιμές οφείλονται στα υψηλά περιθώρια κερδοφορίας στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες (οι μελέτες του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και φυσικά τα ίδια τα στοιχεία της Eurostat). Φυσικά από αυτήν την ανάλυση απουσιάζει οποιαδήποτε διάσταση που έχει να κάνει με την παραγωγικότητα και τους όρους βελτίωσής της, αντίθετα μάλιστα οδηγεί σε μόνιμη καταστροφή παραγωγικών δυνατοτήτων.

Η μείωση των μισθών μπορεί να συμβεί είτε με την κυρίαρχη ακολουθούμενη πολιτική «εσωτερικής» υποτίμησης είτε με την περιθωριακή επιλογή της «εξωτερικής» υποτίμησης, (με την υιοθέτηση είτε ενός άλλου νομίσματος είτε ενός καθεστώτος δύο νομισμάτων, ευρώ για εξωτερικές συναλλαγές και νέα δραχμή για τη εσωτερικές συναλλαγές). Και οι δύο περιπτώσεις αποτελούν υφεσιακές πολιτικές (με διαφορετικές χρονικότητες) που αν και κατατείνουν στον ίδιο στόχο ως προς την υποτίμηση της εργασίας αντιμάχονται τους στόχους για τα ελλείμματα και το χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό.

Ο πρωτεύον στόχος αυτών των πολιτικών επιλογών και στόχων επομένως είναι όχι η ανάπτυξη αλλά μία ιστορικών διαστάσεων αναδιανομή προς όφελος του κόσμου του κεφαλαίου που θα εξυπηρετήσει σε ύστερο χρόνο, ως απορρέοντα στόχο, την οργάνωση μίας μορφής ανταγωνιστικότητας τιμών και οργάνωσης της συσσώρευσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, μετά από πολλά αναγκαία κουρέματα και εφόσον υποταχθούν οι εργαζόμενοι σ’ αυτήν.

ΣΛ
2012.03.04