Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Αντί να αντιμετωπίζουν τις αιτίες, στοχεύουν στις συνέπειες

Αντί να αντιμετωπίζουν τις αιτίες, στοχεύουν στις συνέπειες

 



Οι οικονομικοί δείκτες δείχνουν μία ασθενή αλλά αβέβαιη ακόμη ανάκαμψη από την οικονομική κρίση για τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες. Η αβεβαιότητα γίνεται μεγαλύτερη όταν κανείς εστιάζει στην Ευρώπη. Οι πολιτικές που εστιάζουν στη μείωση των ελλειμμάτων, αν δεν εντείνουν την ύφεση, σε κάθε περίπτωση δυσκολεύουν την ανάκαμψη.

ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΑ αφενός μεν την κύρια τάση των ευρωπαϊκών πολιτικών, αφετέρου δε τις «τούμπες» που αναγκάζεται να κάνει η Ευρώπη ή, να το πούμε διαφορετικά, τις αναγκαστικές μετατοπίσεις από τις «κόκκινες γραμμές» που χαράζει για την υπεράσπιση της σημερινής αρχιτεκτονικής της Ε.Ε., κάποια βασικά ερωτήματα που τίθενται στις αγορές χρήματος και ομολόγων αφορούν:
α) Την πιθανή αντίδραση της ΕΚΤ όταν ο πληθωρισμός αγγίξει το όριο του 2% που θέτει ως στόχο για να αλλάξει το επιτόκιο παρέμβασης - κάθε αύξηση των επιτοκίων θα δημιουργήσει περαιτέρω δυσκολίες.
β) Την παρατηρούμενη αύξηση της ανεργίας, η οποία, σε συνδυασμό με τις πολιτικές λιτότητας, θα περιορίσει τα εισοδήματα των νοικοκυριών και επομένως θα επιδράσει και στην καταναλωτική δαπάνη, αλλά και θα εντείνει την πίεση στους τραπεζικούς ισολογισμούς.
γ) Τις αβεβαιότητες στην αγορά χρέους, καθώς αυτό αυξάνεται και απόλυτα αλλά και ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε ένα περιβάλλον όπου η μεταφορά της πίεσης στα κράτη μέλη αποδυναμώνει τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυξάνει του «πολιτικούς κινδύνους» ανατροπής των πολιτικών λιτότητας, ενώ πλέον έχουν τεθεί ερωτήματα σταθερότητας του ευρώ.
δ) Την αύξηση του κινδύνου να βρεθεί κανείς με τίτλους και υποχρεώσεις χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης που, μετά από όλα τα προηγούμενα, θα έχουν δυσκολίες να ανταποκριθούν, κατάσταση η οποία εντείνει τον ανταγωνισμό στις αγορές χρήματος.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ της Γερμανίας -η επιστράτευση της εξουσίας επιβολής έκτακτων ρυθμίσεων που έχουν τα κράτη - να επιβάλει μονομερώς κάποιες ελάσσονες ρυθμίσεις, ενώ ξαναφέρνει στη δημόσια ατζέντα το ζήτημα της ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα, τίθεται ως περιστασιακή ρύθμιση, με χρόνο λήξης (έως τις 31 Μαρτίου 2011). Συγχρόνως, μάλλον, μας εισάγει σε ένα πολιτικό «παιχνίδι» επί των ρυθμίσεων, όπως δείχνει το γεγονός ότι η απαγόρευση ήταν μονομερής και χωρίς να έχει υπάρξει διαβούλευση με τα άλλα κράτη μέλη.

ΣΕ ΚΑΘΕ περίπτωση ρυθμίσεις όπως, α) η απαγόρευση των ακάλυπτων ανοιχτών πωλήσεων (naked short selling, δηλαδή να πουλάς τίτλους, μετοχές ή ομόλογα τους οποίους δεν κατέχεις) στα ομόλογα των κρατών της ευρωζώνης και των CDS που αφορούν αυτούς τους τίτλους καθώς και των μετοχών των 10 μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών οργανισμών της Γερμανίας, β) ο συζητούμενος φόρος επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών, είναι καλοδεχούμενες εφόσον δείχνουν ότι η τυφλή εμπιστοσύνη στις «καινοτομίες» των αγορών βλάπτει και επίσης παραπέμπουν σε άλλους τρόπους βελτίωσης των δημόσιων οικονομικών, οι οποίοι έως τώρα επιμελώς ήταν εκτός ατζέντας.
Εμφανίζουν όμως ένα παράδοξο. Αντί να στοχεύουν στις αιτίες του προβλήματος, στοχεύουν στις συνέπειες.

ΑΝ ΣΤΗΡΙΖΕΙΣ το σύστημα δανεισμού των κρατών στις διεθνείς αγορές χρήματος, τότε οι παίκτες σε αυτές (τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως hedge funds κ.λπ.) προεξοφλούν τον κίνδυνο που έχει η αγορά τίτλων κρατών της Ευρωζώνης και των τραπεζών της, τον κίνδυνο που δημιουργούν οι εμμονές στα δημόσια ελλείμματα. Σε ένα περιβάλλον πυκνού χρόνου γεγονότων, όπως είναι αυτός που ζει η Ευρώπη το τελευταίο διάστημα, και μεγάλων αβεβαιοτήτων που φτάνουν να αφορούν τη σταθερότητα του ευρώ και τους όρους συμμετοχής σε αυτό εμφανίζουν συμπεριφορά «αγέλης».

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ που έχει τεθεί εκ των πραγμάτων στην Ευρώπη είναι αν θα συγκροτήσει ένα σύστημα μεταφοράς πόρων (π.χ. κάποιον προϋπολογισμό ομοσπονδιακού τύπου) μεταξύ των κρατών - μελών, το οποίο να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κατάστασης και συγχρόνως να ασχοληθεί πιο ενεργά με το ζήτημα του χρέους των κρατών (ένας μηχανισμός δανεισμού κατ’ ευθείαν από την ΕΚΤ, με παράλληλη αναδιάρθρωση του πλαισίου λειτουργίας της) ή αν θα επιμείνει σε πολιτικές οι οποίες μεταφέρουν τελικά την πίεση στη μισθωτή εργασία εντείνοντας τις υφεσιακές τάσεις.
Η εμμονή στη δεύτερη πολιτική ενέχει ένα παράδοξο. Στηρίζεσαι στις «αγορές» για να δανειστείς -δεν αγγίζεις το σύστημα χρηματοδότησης- και, όταν οι «αγορές» διαπιστώνουν τις δυσκολίες τις οποίες οικοδομείς, τις κατηγορείς που το διακηρύσσουν έμπρακτα καθώς συνάμα οδηγείσαι σε έκτακτα μέτρα καθοδηγούμενος από αυτό που επιχειρείς να απωθήσεις.

Ημερομηνία δημοσίευσης: 23/05/2010
ΑΥΓΗ

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Μία ρωγμή που διευρύνεται

Μία ρωγμή που διευρύνεται
 


Στη Σύνοδο Κορυφής του Φεβρουαρίου, για πρώτη φορά διαπιστώθηκε μία ρωγμή στην υπεράσπιση του Συμφώνου Σταθερότητας και γενικότερα της νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής της Ευρώπης. Την περασμένη Κυριακή, 8/5, αυτή διευρύνθηκε περισσότερο. Με αντιφατικό τρόπο, όπως αναγκαία συμβαίνει όταν συγκρούεται μία θρησκευτικού τύπου ιδεοληψία με τα γεγονότα.
Η δυναμική διεύρυνσης της ρωγμής βρίσκεται στην αντίσταση που προβάλλει η πραγματικότητα στην ιδεοληψία που εκδηλώνει μεγάλο τμήμα της ιθύνουσας τάξης στην Ευρώπη. Στη βία που συνεπάγεται η επιβολή μίας πολιτικής η οποία ναι μεν ανταποκρίνεται στο ιδεώδες της αλλά βρίσκεται σε σύγκρουση, θα έλεγα, με τη «λογική της κατάστασης».
Όταν την Παρασκευή, 6/5, τέθηκε έμπρακτα το ζήτημα της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρώπης, προφανώς με διεθνείς συνέπειες και ακόμη περισσότερο άρχισε να εκδηλώνεται αμφισβήτηση της σταθερότητας και της ίδιας της ύπαρξης του ευρώ, εσπευσμένα και άμεσα, με παρέμβαση και των ΗΠΑ, πάρθηκαν αποφάσεις, σε πολύ πυκνό χρόνο, που δείχνουν την έκταση της διεύρυνσης της ρωγμής.

Ο μηχανισμός στήριξης, το πρόγραμμα του 1 τρισ., αποτελεί μία γενίκευση της υποχώρησης από την αρχή της «μη-διάσωσης χώρας μέλους» αλλά συγχρόνως και γενίκευση του μηχανισμού που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα. Να παρατηρήσουμε ότι παρόλο που η ακριβής λειτουργία του ακόμη δεν είναι γνωστή διαφαίνονται καλύτεροι όροι από τους αντίστοιχους της ελληνικής περίπτωσης.
Αλλά, πιο σημαντικό, η διακήρυξη ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προχωρά στην αγορά ομολόγων κρατών, σηματοδοτεί μία πολύ σημαντική τομή με συνέπειες που θα έχουν βάθος χρόνου, εφόσον, η απαγόρευση αγοράς ομολόγων κρατών αποτελεί δομικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής της νεοφιλελεύθερης Ε.Ε. Βεβαίως η διακήρυξη περιορίζει την παρέμβαση μόνο στη δευτερογενή αγορά, δηλαδή να μη δανείζονται τα κράτη κατ’ ευθείαν από την ΕΚΤ. Βεβαίως, επίσης, δεν γνωρίζουμε το ύψος της παρέμβασης και υπάρχει η υπόσχεση τήρησης του δόγματος ελέγχου της προσφοράς χρήματος μέσω της αντίστοιχης πώλησης άλλων τίτλων (αποστειρωμένη παρέμβαση).

Ωστόσο, αυτή η ρωγμή, έστω διευρυμένη, αφορά μηχανισμούς που ακόμη είναι «πίσω» από τις απαιτήσεις της λογικής της κατάστασης που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.
Η πρόταση σε αφηρημένο επίπεδο συντίθεται από δύο άξονες. Πρώτος: Τα κράτη συνεχίζουν να δανείζονται από τις αγορές χρήματος και ο μηχανισμός παρέχει μία εγγύηση στις αγορές χρήματος ότι τμήμα του κινδύνου χειροτέρευσης της ποιότητας των δανείων το αναλαμβάνει η ΕΚΤ ή αν χρειαστεί γίνεται χρήση του προγράμματος του 1 τρισ. Δεύτερος: Τα κράτη εφαρμόζουν πολιτικές που στοχεύουν στον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων επομένως ακολουθούν πολιτικές που εντείνουν την ύφεση, με συνέπεια το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να αυξάνει και να απαιτούνται μεγαλύτερες μειώσεις των δημοσίων δαπανών για να επιτευχθεί ο στόχος μείωσης των ελλειμμάτων. Ένα καθοδικό σπιράλ. Με άλλα λόγια, ένας μηχανισμός που στοχεύει η νομισματική πολιτική να απορροφά τους κραδασμούς τους οποίους δημιουργεί η δημοσιονομική πολιτική.

Ο συνδυασμός αυτών των δύο αξόνων ενέχει αρκετές περιπλοκές οι οποίες θα δοκιμάσουν την επάρκειά του και την αντοχή του στο επόμενο διάστημα.

Πρώτο, η αύξηση του χρέους στην Ευρωζώνη θα εντείνει τον κίνδυνο που πρέπει να ενσωματώσουν εκάστοτε οι κάτοχοι ομολόγων, αλλά και το εύρος των τίτλων που θα διασπείρεται ο κίνδυνος με αποτέλεσμα να μην είναι σίγουρο ότι το μέγεθος και η στόχευση στη ρευστότητα αυτού του προγράμματος επαρκεί τη στιγμή που σχηματίζεται πρόβλημα φερεγγυότητας.

Δεύτερο, και ίσως πιο σημαντικό, ο μηχανισμός αυτός έχει στηθεί στη βάση πολιτικών, οι οποίες με οιονεί πολεμικό τρόπο επιχειρούν μία ιστορική αλλαγή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων και του θεσμικού πλαισίου που είχε οικοδομηθεί μεταπολεμικά. Αυτό ενέχει πολιτικούς κινδύνους τους οποίους όταν χρειαστεί, επίσης, θα ενσωματώσουν άμεσα στους υπολογισμούς τους οι κάτοχοι ομολόγων αλλά και οι κάτοχοι ιδιωτικού χρέους ή οι συναλλασσόμενοι με τις τράπεζες. Πρόκειται για κατάσταση την οποία όχι απλώς δεν «θεραπεύει» αλλά την προκαλεί ο μηχανισμός.
Πολιτικές οι οποίες απαιτούν τέτοιο περιορισμό των οικονομικών - κοινωνικών δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας και ενέχουν ως δυνατότητα την περιστολή της δημοκρατίας για να εφαρμοστούν είναι αμφίβολο αν μπορούν να περπατήσουν και μάλιστα για το μεγάλο βάθος χρόνου το οποίο απαιτούν αυτές οι πολιτικές.
Το επόμενο διάστημα θα πρέπει να αναμένουμε νέα επεισόδια διεύρυνσης της ρωγμής αυτής. Οι κατευθύνσεις που θα πάρει προφανώς εξαρτώνται από την οργανωμένη αντίδραση του κόσμου της εργασίας.

Σ. Λαπατσιώρας
ΑΥΓΗ, Ημερομηνία δημοσίευσης: 16/05/2010
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=543256
 

Οι κακές αγορές και ο καλός μηχανισμός στήριξης

Οι κακές αγορές και ο καλός μηχανισμός στήριξης


Του Σπύρου Λαπατσιώρα*

Γίνεται πολύ λόγος για την «επίθεση που κάνουν οι αγορές». Μάλιστα ο κ. Παπανδρέου με σκοπό τη συγκρότηση μίας εθνικής συναίνεσης στις πολιτικές του το επικαλείται «οι κερδοσκόποι μας επιτίθενται πρέπει να αντισταθούμε…».

Τι είναι οι αγορές;
Οι «αγορές», όπως είναι σήμερα, καταρχάς είναι ένα σύστημα διαχείρισης της χρηματοδότησης της νεοφιλελεύθερης μορφής της καπιταλιστικής οικονομίας. Αποτελούνται από τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δηλαδή, μορφές κεφαλαίου που στοχεύουν στο μέγιστο δυνατό ποσοστό κέρδους. Με κάποια απλά παραδείγματα, μπορούμε να δούμε κάποια βασικά στοιχεία της λειτουργίας τους.
Στην αγορά ομολόγων αγοράζονται και πωλούνται τα χρέη των κρατών. Στις σημερινές συνθήκες, αύξησης του χρέους σε όλο σχεδόν τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, ο κάθε ένας που κατέχει ή θέλει να αγοράσει ένα ομόλογο 100 ευρώ με στόχο σε 10 χρόνια να αποκομίσει 140 ευρώ ρωτά πρώτα τι κίνδυνος ενέχεται στο μέλλον, λόγω πιθανότητας αναδιαπραγμάτευσης του χρέους, αυτό να αξίζει λιγότερο από 140 ευρώ.
Ακόμη περισσότερο ρωτά κατά πόσο η αύξηση του χρέους θα ωθήσει τα επιτόκια υψηλότερα, με αποτέλεσμα αν χρειαστεί να καταθέσει αυτό το ομόλογο ως εχέγγυο για να πάρει χρήματα, στην αγορά χρήματος, θα λάβει κάτι λιγότερο από την αξία που θα όφειλε να είχε με βάση το ποσό που έδωσε και την απόδοση που περιμένει. Αν έχει αγοράσει το ομόλογο με επιτόκιο 5% και τα επιτόκια διαμορφωθούν στο 10% στο μέλλον τότε θα έχει μία απώλεια εφόσον το ομόλογο ως εγγύηση αποδίδει λιγότερα χρήματα.
Όλους αυτούς τους κινδύνους τους ενσωματώνει στις απαιτήσεις του να πάρει ένα επιτόκιο που να έχει μία διαφορά (spread) σε σχέση με θεωρούμενα ασφαλή ομόλογα ή άλλους τίτλους χρέους. Εν προκειμένω, της Γερμανίας.
Αυτή η λειτουργία καθιστά τις «αγορές» μηχανισμό επιτήρησης των κρατών και των επιχειρήσεων για το κατά πόσο εφαρμόζουν πολιτικές οι οποίες προάγουν τις κεφαλαιακές αποδόσεις και γενικότερα πολιτικές που αλλάζουν το ταξικό συσχετισμό προς όφελος του κεφαλαίου. Αυτή η θέση τους δίνει μία ισχύ, να επιβάλλουν πειθάρχηση στους κανόνες (διευρυμένης) αναπαραγωγής της υπάρχουσας μορφής του καπιταλισμού. Ωστόσο, αν και αποτελούν θεμέλιο στοιχείο παραγωγής οικονομικών γεγονότων δεν αποτελούν το καθοριστικό στοιχείο για ό, τι συμβαίνει από την έναρξη της κρίσης στην ευρωζώνη.
Η αρχιτεκτονική της ΕΕ και η πολιτική της
Ό, τι καθορίζει και παράγει γεγονότα στην Ευρωζώνη είναι η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. σε συνδυασμό με τις πολιτικές διαχείρισης της κρίσης καθώς αυτή (η κρίση) αντιδρά με τις «αγορές». Πολιτικές οι οποίες εντείνουν την ύφεση, επομένως μειώνουν τα εισοδήματα, αυξάνουν το χρέος σε σχέση με τα εισοδήματα, αυξάνουν τα ελλείμματα, δημιουργούν κινδύνους απώλειας αξίας για τους κατόχους τίτλων. Επομένως, οι κάτοχοι τίτλων αυξάνουν τις απαιτήσεις τους όσον αφορά τα επιτόκια τα οποία ζητάνε, ή και αρνούνται να αγοράσουν ή να δεχτούν ως ενέχυρο επικίνδυνους τίτλους.
Επίσης, είναι σε γνώση όλων ότι η πολιτική της Ε.Ε. ο «κάθε ένας να τα βγάζει πέρα μόνος του» δημιουργεί επιπλέον κίνδυνο για κάθε κράτος στο οποίο θα διαπιστωθεί μία «αρρυθμία». Θα αναγκαστεί να επεκτείνει τα μέτρα λιτότητας, επομένως να ενισχύσει τις τάσεις ύφεσης, με συνέπεια να αυξηθούν τόσο οι ανάγκες του για δανεισμό όσο και οι κίνδυνοι.
Τελευταίο. Είναι γνωστό ότι τα χρέη των κρατών, ως ποσοστό των εισοδημάτων, μεγεθύνονται, λόγω των πακέτων διάσωσης που υλοποιήθηκαν όταν ξέσπασε η κρίση για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού μηχανισμού αλλά και όλων των παρεμβάσεων που συνθέτουν τη δημοσιονομική πολιτική. Απ’ αυτές τις πολιτικές και σε συνδυασμό με τα προηγούμενα δημιουργούνται ανησυχίες, οι οποίες θεωρητικοποιούνται πλέον σε πολλές οικονομικές αναλύσεις, ότι τελικά οι πολιτικές αυτές όχι μόνο δεν θα λύσουν άλλα προβλήματα πέραν της αλλαγής του θεσμικού πλαισίου και του ταξικού συσχετισμού εις βάρος της εργασίας, αλλά, επειδή θα οδηγήσουν σε αδιέξοδο την εξυπηρέτηση του χρέους θα αναγκαστούν αρκετά κράτη να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις αναδιάρθρωσης ή και παραγραφής του χρέους (για την Ελλάδα υπάρχουν αναλύσεις που λένε ότι ένα 50% παραγραφή του χρέους είναι το πλέον λογικό σενάριο).
Όλα αυτά μαζί μας οδήγησαν στην Παρασκευή, 6/5, όπου τέθηκε ζήτημα νέας κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ζήτημα σταθερότητας, ακόμη και ύπαρξης του ευρώ.

Μερική ρήξη, αλλά δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα
Η αντίδραση της ιθύνουσας τάξης που εκδηλώθηκε άμεσα το Σαββατοκύριακο, παρόλο που βρίσκεται σε μερική ρήξη με το Σύμφωνο Σταθερότητας και ανοίγει ζητήματα αλλαγής της αρχιτεκτονικής της Ευρώπης, πλέον, δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Πιστεύει ότι με μία μεγάλη «ένεση» ρευστότητας στα κράτη που θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες και με την ΕΚΤ να ασκεί μία πολιτική απορρόφησης των κραδασμών των πολιτικών ύφεσης, με άλλα λόγια λέγοντας στους κατόχους τίτλων ότι αναλαμβάνει η ΕΚΤ και εν συνόλω τα κράτη της ευρωζώνης τους κινδύνους που δημιουργούν οι πολιτικές αυτές, θα τους ηρεμήσει και οι «αγορές» θα κινηθούν με ομαλούς ρυθμούς. Δεν ξέρουμε τις λεπτομέρειες, των οποίων η αποσαφήνιση είναι ουσιαστικό ζήτημα που ανοίγει την εξέλιξη του μηχανισμού προς διάφορες κατευθύνσεις
Ωστόσο ως έχει, γενικά, είναι, ακόμη μία φορά, μετάθεση του προβλήματος. Μετάθεση με την ελπίδα ότι δύο τάσεις της συγκυρίας δεν θα εκδηλώσουν τη δυναμική τους έτσι που να μην μπορούν να τύχουν διαχείρισης. Πρώτη, τα χρέη να αυξάνουν και επομένως επιμηκύνεται ο χρόνος εξόδου από την κρίση των δημόσιων οικονομικών. Το πρόβλημα φερεγγυότητας των κρατών δεν επιλύεται. Δεύτερη, οι πολιτικές αυτές να βάζουν φωτιές στις κοινωνίες της Ευρώπης. Πώς μπορεί ο κόσμος της εργασίας να δεχθεί πολιτικές που αλλάζουν βίαια τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων, που ξεθεμελιώνουν κατακτήσεις που διαμορφώθηκαν σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο χωρίς να υπάρξουν αντιδράσεις; Οι όποιες αντιδράσεις, όμως, θα εκληφθούν από τις «αγορές» ως ένδειξη ότι η τρέχουσα ιδεοληψία των ιθυνουσών τάξεων της Ευρώπης κινδυνεύει να αναγνωρισθεί απ’ όλους ως τέτοια. Μία ιδεοληπτική, δηλαδή, αναπαράσταση του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων με αποτέλεσμα ο κίνδυνος απώλειας της αξίας των τίτλων να μεγαλώσει.
Επομένως, πρέπει να περιμένουμε και άλλες εξελίξεις καθώς η αδιέξοδη πολιτική πρόταση που πάει να εφαρμοστεί σε κάθε χώρα της Ευρώπης θα αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της.

* Ο Σπ. Λαπατσιώρας, διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
ΕΠΟΧΗ,  Κυριακή, 16 Μαΐου 2010
http://www.epohi.gr/portal/politiki/5029-2010-05-16-15-24-12