Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Η ευρωπαϊκή συγκυρία -το γερμανικό δίλημμα



Εφ. Εποχή, 2014/10/26


Η ευρωπαϊκή στρατηγική διαχείριση της κρίσης του 2008 συναντά ξανά τα όριά της. Οι προσαρμογές που έγιναν, κυρίως στην πολιτική της ΕΚΤ, για να αντιμετωπιστεί η κρίση χρέους της Ισπανίας και της Ιταλίας τον Αύγουστο του 2011 δημιούργησαν μία σχετική σταθερότητα ωστόσο τα προβλήματα της Γαλλίας και εκ νέου της Ιταλίας θέτουν, αναμενόμενα μεν, σημαντικά δε, ζητήματα που απαιτείται να αντιμετωπιστούν.
Για τη Γαλλία το βασικό πρόβλημα είναι ότι η δέσμευση στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος αποτελεί οργανωτική αρχή της τρέχουσας ευρωπαϊκής στρατηγικής, δημιουργεί συνθήκες πολιτικής ρευστοποίησης. Η κατάθεση προϋπολογισμού που έχει μεγαλύτερα ελλείμματα από τα συμφωνηθέντα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την Γαλλική κυβέρνηση αποφεύγει την όξυνση των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων με μέτρα που θα πλήττουν τις κατώτερες τάξεις και την επιτάχυνση της πολιτικής ρευστοποίησης.
Συγχρόνως όμως, συνιστά αμφισβήτηση της ως τώρα κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής και απαίτηση για την οργάνωση μίας νέας, η οποία θα έχει ως οργανωτική αρχή την πρόταση που εκτίθεται από το ΔΝΤ και άλλους διεθνείς θεσμούς: ένα νεοφιλελεύθερο σχέδιο «μεταρρυθμίσεων» απλωμένων στο χρόνο που δε δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στους ρυθμούς και τις δυνατότητες μεγέθυνσης βραχυχρόνια.
Το γεγονός ότι και η Ιταλία αντιμετωπίζει παρόμοια πολιτικά προβλήματα αλλά συνάμα είναι «πολύ μεγάλη για να διασωθεί», δημιουργεί ένα διπλό δίλημμα για τη Γερμανική πολιτική ως προς την στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης.
Πρώτο: να συναινέσει σε μία χαλάρωση των όρων εφαρμογής του Δημοσιονομικού Συμφώνου Σταθερότητας εν τη γενέσει του. Δεύτερο και μείζον: να συναινέσει στη de facto αλλαγή του ρόλου της ΕΚΤ, στις διάφορες μορφές που μπορεί να πάρει ένα σημαντικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Και τα δύο σημαίνουν αποδόμηση της τρέχουσα ευρωπαϊκής στρατηγικής διαχείρισης της κρίσης του 2008 (δηλαδή της στρατηγικής μετάλλαξης του ευρωπαϊκού υποδείγματος ρύθμισης σε ένα πιο κοντινό στο «αρχετυπικό» ordoliberal υπόδειγμα), εφόσον δημιουργούν βαθμούς ελευθερίας στο ηγεμονικό μπλοκ κάθε κράτους μέλους για τους όρους οργάνωσης, το χρόνο και την έκταση, της σύγκρουσης με τις υποτελείς τάξεις που απαιτεί το όποιο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα.
Αυτά τα ερωτήματα που τίθενται στη Γερμανία δεν αφορούν μόνο τους εταίρους της Γερμανίας. Επαναφέρουν στο εσωτερικό της Γερμανίας το αρχικό ερώτημα που γέννησε η κρίση του 2008 για τη χάραξη στρατηγικής διαχείρισής της και το οποίο απωθήθηκε με την πρόσκαιρη «επιτυχία» αυτής.
Η ηγεμονική τάξη της Γερμανίας γνωρίζει ότι αυτό το οικονομικό υπόδειγμα της είναι «ασθενές». Από τις αρχές του 1990 διαμορφώθηκε ένα πρότυπο μεγέθυνσης το οποίο στηρίζεται στην εξωτερική ζήτηση, το οποίο έχει μία εξαιρετικά άνιση διπλή αγορά εργασίας και εξαιρετικά δυσμενείς εκτιμήσεις για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη όπως δείχνουν τα στοιχεία για τις επενδύσεις, την παραγωγικότητα και το «ανθρώπινο κεφάλαιο». Τα «περίφημα» εξωτερικά πλεονάσματα απλά αποτελούν βάση για τοποθετήσεις στις διεθνείς αγορές τίτλων.
Ωστόσο, γνωρίζει επίσης ότι η παγκόσμια κρίση του 2008 έθεσε δύο ερωτήματα. Το πρώτο αφορούσε το ποιος θα πληρώσει την κρίση, το οποίο ακόμη δεν έχει απαντηθεί στην έκταση που απαιτείται. Το δεύτερο αφορά το ερώτημα του νέου υποδείγματος διευρυμένης αναπαραγωγής το οποίο θα διαμορφωθεί μετά την κρίση. Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα που αποκλίνουν από την τρέχουσα ευρωπαϊκή στρατηγική, είτε μειώνουν το διαθέσιμο οικονομικό και πολιτικό «χώρο και χρόνο» διαχείρισης των σημαντικών κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων που πρέπει να αναληφθούν είτε θέτουν σε αμφισβήτηση την υπάρχουσα διαμορφωμένη ισορροπία και ιεράρχηση των κοινωνικών συμμαχιών στο εσωτερικό της Γερμανίας και επομένως δημιουργούν πολιτικό κίνδυνο για το ίδιο το «Γερμανικό υπόδειγμα».
Η κατάθεση του ελλειμματικού προϋπολογισμού της Γαλλίας, με δεδομένη την πολιτική Ντράγκι στην ΕΚΤ και το πρόβλημα που αντιπροσωπεύει η Ιταλία (και η Ισπανία), μεταφέρει το πολιτικό πρόβλημα στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία. Απ’ ό,τι φαίνεται, είτε η συναίνεση στη φαινόμενη αναγκαιότητα μίας «χαλαρής» στρατηγικής διαχείρισης είτε η επιλογή ελεγχόμενης όξυνσης της ευρωπαϊκής αντιπαράθεσης, καθιστούν το 2015 έτος πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη και αβεβαιοτήτων, πολλές εκ των οποίων θα εκφράζονται και στις αγορές χρήματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου