Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Μνημόνιο, Χρέος, Εσωτερική υποτίμηση, Προϋπολογισμός




Συνέντευξη στην εφημερίδα Αυγή, 2014.11.09


Την προηγούμενη Κυριακή, 2/11, παρουσιάσαμε τη συνέντευξη του συναδέλφου σας, επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητή κ. Π. Λιαργκόβα. Λόγω του ενδιαφέροντος που προκαλούν οι εκθέσεις του Γραφείου, επανερχόμαστε αυτήν την Κυριακή για να διερευνήσουμε περαιτέρω βασικά ερωτήματα της οικονομικής συγκυρίας. Πρώτο ερώτημα λοιπόν. Προϋπολογισμός και εσωτερική υποτίμηση - περιορίζονται ή βαθαίνουν οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής;

Η φιλοσοφία του Προϋπολογισμού παραμένει στο πνεύμα της λιτότητας όπως εκπορεύεται από το Μεσοπρόθεσμο και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο Σταθερότητας, όπως παρατήρησε και ο συνάδελφος, κ. Λιαργκόβας,. Για να μην επαναλάβω την απάντησή του, θα θέσω το ερώτημα από μία διαφορετική οπτική, σχετική με τη συζήτηση “εξόδου από το Μνημόνιο”.
Το Μνημόνιο έθετε τρεις κύριους στόχους. Την εξισορρόπηση των δημοσιών οικονομικών ελλειμμάτων, την εξισορρόπηση των εισαγωγών και των εξαγωγών (για να διατυπώσουμε απλά το δεύτερο στόχο) και τη σταθεροποίηση του τραπεζικού τομέα. Η εσωτερική υποτίμηση μπορεί να περιγραφεί με ένα απλό σχήμα: η μείωση των μισθών θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών και κατά συνέπεια θα γίνουν πιο φτηνά τα εξαγόμενα προϊόντα και θα αυξηθούν οι εξαγωγές.
Προφανώς, οι δημοσιονομικές πολιτικές επίσης συνέβαλλαν στην επίτευξη της μείωσης των μισθών, ωστόσο είχαν ένα αυτοτελή στόχο: την παραγωγή δημοσιονομικής ισορροπίας, η οποία, κρίνοντας στατικά τα μεγέθη, έχει επιτευχθεί.
Αντίθετα, η πολιτική εσωτερικής υποτίμησης δεν έχει πετύχει το ρητά τεθειμένο στόχο της, παρά μόνο ως προς το σκέλος υποτίμησης της εργασίας – με εντυπωσιακό ομολογουμένως τρόπο. Οι τιμές όχι μόνο δεν έχουν μειωθεί αναλογικά με τη μείωση μισθών αλλά έχουν αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με τον ανταγωνισμό, χωρίς να “ευθύνονται” γι' αυτό οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων.
Το μείζον ερώτημα σε σχέση με την εσωτερική υποτίμηση είναι οι λόγοι επιτυχίας της όσον αφορά το σκέλος των μισθών και αποτυχίας της όσον αφορά το σκέλος των τιμών.

Αυτή η πολιτική όμως έχει οδηγήσει σε υψηλότατο επίπεδο ανεργίας, στην αύξηση της φτώχειας – η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με τους περισσότερους φτωχούς, στην αποδόμηση του όποιου “κράτους πρόνοιας”....

Κατανοώ την ένσταση. Ωστόσο, έχουμε δύο γενικούς τρόπους να κρίνουμε την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης. Ο πρώτος είναι “εξωτερικός” - ανεξάρτητα τι επεδίωκε αυτή, τα αποτελέσματα είναι άσχημα. Αυτή την κριτική την αφοπλίζει η απάντηση “το φάρμακο είναι αναγκαίο – συναισθανόμαστε τους Έλληνες που υποφέρουν”. Η ανεργία και η ύφεση θεωρούνται αναγκαία μέσα, όχι σε αυτήν την έκταση βέβαια, για την επιτυχία αυτής της πολιτικής. Ο δεύτερος τρόπος είναι “εσωτερικός”. - να κρίνουμε κατά πόσο πέτυχε το ρητό στόχο της. Σε ένα κείμενο όπως ο Προϋπολογισμός δεν περιμένει κανείς μία αποτίμηση. Ωστόσο, η σιωπή ως προς την πολύ σημαντική αποτυχία, εν όψει μάλιστα των προϋποθέσεων που έχει η συζήτηση “έξοδος από το Μνημόνιο” και της στήριξης της ανάκαμψης στην αύξηση των εξαγωγών, είναι εκκωφαντική.
Το δεδομένο ότι δεν έχουν μειωθεί οι τιμές σημαίνει ότι έχουν αυξηθεί ή διατηρηθεί τα περιθώρια κερδοφορίας (το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα για το σύνολο των ενεργών επιχειρήσεων). Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται μεγάλης έκτασης μεταρρυθμίσεις ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα τιμής – όχι από την πλευρά των μισθών αλλά από την πλευρά των περιθωρίων κέρδους. Φυσικά, αυτό το ζήτημα δεν έχει να κάνει με “άνοιγμα τις Κυριακές” τη “μάχη των φαρμακείων” και άλλα αντίστοιχα, αλλά με θέματα τα οποία αγγίζουν τον πυρήνα της διάρθρωσης του μεταπολεμικού ελληνικού κράτους.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού έχει άποψη για τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα;

Το ότι χρειάζονται βαθιές μεταρρυθμίσεις και τομές είναι κοινός τόπος σήμερα. Ωστόσο, δεν εκφράζω κάποια άποψη του Γραφείου εδώ.
Για παράδειγμα, η επιδίωξη της διατήρησης ή αύξησης των περιθωρίων κερδοφορίας από τις ενεργές επιχειρήσεις, σχετίζεται με το ζήτημα της αναχρηματοδότησής τους, το δανεισμό και το τραπεζικό ζήτημα. Η ανακοίνωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών προτού ανακοινωθεί ο τρόπος διευθέτησης των ζημιών τους, από τα δάνεια των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων είναι στοιχείο του μεταρρυθμιστικού προβλήματος.
Γενικότερα, το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας τιμής, όχι από την πλευρά των μισθών, είναι κεντρικό ζήτημα για την έξοδο από την ύφεση με διατηρήσιμο τρόπο και τη μακροοικονομική ισορροπία. Η οικονομική μεγέθυνση, αναγκαία, θα συνοδεύεται με αύξηση των εισαγωγών (καταναλωτικών και κεφαλαιουχικών αγαθών). Η αύξηση των εισαγωγών θα καλυφθεί είτε από τις εξαγωγές είτε από εισροές κεφαλαίου, άμεσες ξένες επενδύσεις ή δανεισμό του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα. Χωρίς να λυθεί το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας τιμής οι εξαγωγές δεν μπορούν να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην ανάπτυξη, οι οποίες, ούτως ή άλλως, έχουν περιορισμένο ρόλο σε σχέση με την οργάνωση της εσωτερικής ζήτησης (επενδύσεων και κατανάλωσης). Κατά συνέπεια αυξάνει η σημασία του δανεισμού σε ένα εύθραυστο περιβάλλον, εντός του οποίου θα ελέγχεται η ελληνική οικονομία ως προς τα ελλείμματα. Μία σε βάθος ανάλυση για την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης δημοσιεύεται στην ετήσια έκθεση του 2014 του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.
Η “εσωτερική” κριτική στην αποτυχία της εσωτερικής υποτίμησης μας φέρνει στον θεωρητικό πυρήνα κάθε σχεδίου ανάπτυξης: στο σχέδιο διανομής και αναδιανομής πλούτου, εισοδημάτων και ισχύος που το συνέχει. Από εδώ πηγάζει κάθε σχέδιο μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξης.

Αναφερθήκατε στο δανεισμό και φυσικά τίθεται ζήτημα του χρέους. Ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενο της έννοιας “αναδιάρθρωση” του χρέους;

Ουσιώδες για την ελληνική κατάσταση είναι η διεύρυνση του χώρου δημοσιονομικών χειρισμών, ώστε να κατευθυνθούν οι μέγιστοι δυνατοί πόροι για τη γρήγορη μείωση της ανεργίας και της φτώχειας. Το αναγκαίο “κούρεμα” του χρέους πρέπει να συνοδεύεται από μια χρονική περίοδο που δεν θα καταβάλλονται χρεολύσια και τόκοι. Συνθηματικά: πέντε χρόνια “παύσης” πληρωμών. Σε κάθε περίπτωση όμως, το πρόβλημα δεν είναι μόνο πρόβλημα δημόσιου χρέους αλλά γενικότερα πρόβλημα χρηματοδότησης, ιδιωτικού και δημόσιου χρέους.

Η Ιταλία βαδίζει προς χρέος 130% του ΑΕΠ. Θα μπορούσε αυτό να αποτελέσει αφορμή για την αναζήτηση ευρωπαϊκής λύσης για το χρέος συνολικά;

Ναι, αν σκεφτούμε μάλιστα ότι το πρόβλημα της ευρωζώνης γενικεύεται και πέραν της Ιταλίας. Με τον Δ. Σωτηρόπουλο και τον Γ. Μηλιό παρουσιάζουμε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού “Θέσεις” μια αναλυτική πρόταση για τη αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, με παρέμβαση της ΕΚΤ και “παύση πληρωμών”. Η ελληνική περίπτωση εντάσσεται σε αυτήν αν και θα μπορούσε να υπάρχει διαφοροποίηση της αντιμετώπισης λαμβάνοντας υπόψη τη βαριά ύφεση που αντιμετώπισε, σε μεγάλη έκταση λόγω των πολιτικών του Μνημονίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου