Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Σκυλόπολη


Σκυλόπολη

Αν στο νερό φράξεις τη ροή του, δεν σταματά.
Βρίσκει έναν άλλο δρόμο να συνεχίσει να κυλά.

Πριν λίγα χρόνια προβλήθηκε στους κινηματογράφους η ταινία του Λάρς φον Τρίερ Dogville. Η Γκρέις φθάνει σε μια πόλη αναζητώντας ένα μέρος να μείνει. Οι κάτοικοι σταδιακά την καθιστούν δούλα. Αλλά αυτό δεν αρκεί: την καθιστούν υπεύθυνη για τη δουλεία στην οποία τη ρίχνουν, υπεύθυνη για τις αντιφατικές απαιτήσεις που πρέπει να εκπληρώνει. Απαιτούν φυσικά να αισθάνεται ευγνωμοσύνη για τον χώρο που της παραχωρούν αλλά και για την ηθική διαπαιδαγώγηση που της προσφέρουν. Όλα συμβαίνουν με ευρηματικά μικρά και μεγάλα βασανιστήρια.
Εδώ οι αναλογίες με την ελληνική κοινωνία για τη θέση που επιφυλάσσει στους μετανάστες (πάντα διαφορετικούς –το πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού και η ομογενοποίηση που επιβάλλει αποτελεί ανακρίβεια που συμβατικά επικρατεί) σταματούν.
Κατ’ αρχήν, στην Ελλάδα υπάρχει –ακόμη– ένας δημοκρατικός θεσμός, το άσυλο στα πανεπιστήμια, που επιτρέπει σε αυτούς που δεν έχουν φωνή να αιτηθούν από την κοινωνία να αναστοχαστεί τι κάνει, τι σκέφτεται και πού πάει –στο Dogville δεν υπήρχε άσυλο, όπως εδώ. Τόπος ο οποίος, για παράδειγμα και μόνο, επέτρεψε να ακουστεί η ιστορία της Κούνεβα (ας μην ξεχνάμε το σκοτάδι που επιχείρησαν να επιβάλλουν τα ΜΜΕ).
Αλλά υπάρχει και μία άλλη διαφορά. Στο Dogville δεν υπάρχει μία κυβέρνηση και, κυρίως, ένα σύστημα εξουσίας όπως το δικό μας. Εδώ υπάρχει κυβέρνηση και μάλιστα σε ιδιότυπη συμμαχία. Η κυβέρνηση ψήφισε με το ΛΑΟΣ το Μνημόνιο. Και ξαναβρίσκεται σήμερα με το ΛΑΟΣ από την ίδια πλευρά, ιδεολογικά πλέον, όταν επιχειρεί να καταδείξει ως εσωτερικό εχθρό τους μετανάστες. Φαίνεται να πιστεύει ότι χρησιμοποιώντας κατάλληλα ρατσιστικά και αυταρχικά επιχειρήματα θα κερδίσει χρόνο παραμονής στην εξουσία και συναίνεση.
Στα λόγια κυριαρχεί το ενδιαφέρον για τους μετανάστες και τις άγριες καταστάσεις που ζουν αυτοί και οι Έλληνες σε διάφορες περιοχές της Αθήνας και της υπόλοιπης Ελλάδας. Πρόκειται ωστόσο για προβλήματα που δεν μπορεί, δεν θέλει και δεν ενδιαφέρεται να αντιμετωπίσει.
Τι σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν χωράει άλλους μετανάστες; Ότι μπορεί το κράτος, αν σηκώσει φράχτες να σταματήσει τις μεταναστευτικές ροές; Προφανώς, πρόκειται περί αυταπάτης. Η μόνη άποψη κάτω από την οποία έχει νόημα ο φράχτης είναι μια κακοχωνεμένη κεϋνσιανού τύπου αντίληψη ότι θα τονωθεί η ζήτηση μέσω κρατικής δαπάνης, με την εξυπηρέτηση κάποιων εργολάβων και εταιρειών (Ισραηλινών;) παραγωγής συστημάτων ασφάλειας. Ως προς τη μετανάστευση, απλώς θα ανακατανείμει τα σημεία εισόδου, τον πλούτο σε κυκλώματα δουλεμπόρων και τα σημεία παραγωγής πτωμάτων στα σύνορα της ελληνικής επικράτειας. Τα ναρκοπέδια θα παραμείνουν, όπως και οι τυχαίες εκπυρσοκροτήσεις και οι ροές μεταναστών προς την Ευρώπη. Μήπως θα κάνει πογκρόμ να μαζέψει τους μετανάστες που υπάρχουν; Πρόκειται περί επικίνδυνης αστειότητας, επειδή, όπως θυμόμαστε, ανασφάλιστους μετανάστες χρειάζονται ακόμη και υπουργοί απασχόλησης...
Η νομιμοποίηση δεν είναι μόνο δίκαιο αίτημα. Αλλά και λύση σε κοινωνικά αδιέξοδα που συσσωρεύονται. Πόσοι μετανάστες με χαρτιά θα θέλουν να μείνουν εγκλωβισμένοι στη σημερινή Ελλάδα; Πόσοι μετανάστες με χαρτιά θα μπορούν να δεχτούν την γενικευμένη ανομία που επικρατεί στην αγορά εργασίας; Πόσα δουλεμπορικά κυκλώματα θα έχουν πελατεία και έσοδα για άλλες δραστηριότητες;
Τι άλλο χρειάζεται; Πολλά. Ένα σημαντικό είναι δημόσιες δράσεις που θα διαλύσουν τα γκέτο που σχηματίζονται. Εδώ το ερώτημα δεν είναι αν μπορούν και θέλουν. Μάλλον δεν ενδιαφέρει. Δεν ενδιαφέρει η ζωή των εργαζόμενων· τα σπίτια τους και οι γειτονιές τους θα ενδιαφέρουν; Ή, μάλλον, τους ενδιαφέρουν αλλά από άλλη σκοπιά, διαφορετική από τη δική μας. Επειδή η απαξίωση των ακινήτων αποτελεί καύσιμο για τις εταιρείες real estate και επειδή η χωρική συγκέντρωση δραστηριοτήτων καθιστά ευκολότερο τον κοινωνικό έλεγχο.
Αλλά, παραφράζοντας τον Γκαίτε, το Dogville είναι ασθενές και γκρίζο στη σύλληψη της πραγματικότητας σε σχέση με το «πράσινο της εμπειρίας», τον «πλούτο» και την εφευρετικότητα ενός συστήματος εξουσίας που αγωνιά να αναπαραχθεί ακόμη και αν χρησιμοποιεί κυρίως και μονότονα τη μέθοδο του αυταρχισμού και του εκφασισμού της κοινωνικής ζωής.

ΥΓ. Το κείμενο γράφτηκε πριν από την εκκένωση της Νομικής. Tα γεγονότα που μεσολάβησαν επιβάλλουν μία διόρθωση όταν γράφω ότι στον τόπο μας «υπάρχει» ο θεσμός του ασύλου. Μάλλον ο χρόνος που αρμόζει είναι παρελθοντικός: «υπήρχε».

Δημοσιεύτηκε στην ΑΥΓΗ, στήλη ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ, Κυριακή 30/1/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου