Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

Είναι αναγκαία τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση για τη «διάσωση της Ελλάδας»;

Είναι αναγκαία τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση για τη «διάσωση της Ελλάδας»;

Το ερώτημα – και ειδικά η σημασία της λέξης «αναγκαίο» –έχει να κάνει με το αν τα μέσα («τα μέτρα») είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός σκοπού («τη διάσωση»). Ενέχονται δύο υποερωτήματα:

Α) Με δεδομένο το στόχο, παίρνονται τα μέτρα που ορθολογικά εξυπηρετούν την επίτευξη του στόχου;

Ας ορίσουμε το σκοπό, δηλαδή το τι σημαίνει «διάσωση» με βάση την τρέχουσα πρόταση των διαμορφωτών κοινής γνώμης: να βελτιωθεί η δημοσιονομική εικόνα των οικονομικών του κράτους. Δηλαδή να μικρύνει το άνοιγμα μεταξύ δαπανών και εσόδων του προϋπολογισμού. Αυτό μπορεί να το κάνει κόβοντας δαπάνες, όπως επιχειρεί η κυβέρνηση, ή αυξάνοντας τα έσοδα, όπως αναγκάζεται κάνει, για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Βασικό ερώτημα το οποίο μπορεί να τεθεί είναι αν ένα άλλο μίγμα μείωσης δαπανών και αύξησης εσόδων, τεχνικά, θα επιτύγχανε το σκοπό καλύτερα, ή αν κοινωνικά θα ήταν περισσότερο επιθυμητό ένα άλλο μίγμα το οποίο θα είχε τη δυνατότητα να πετύχει τον ίδιο σκοπό. Για παράδειγμα αν δινόταν η δυνατότητα στα ασφαλιστικά ταμεία να αγοράσουν το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο η πίεση των δημόσιων οικονομικών από τις ασφαλιστικές δαπάνες μάλλον θα ήταν μικρότερες, αν αναλογιστούμε επίσης ότι η διαχείριση αυτής της τράπεζας θα μπορούσε να αποτελεί και εργαλείο παρεμβάσεων κοινωνικής πολιτικής σε συνδυασμό με ένα δημόσιο τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο τα μέτρα δεν κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση. Από την πλευρά των εσόδων πάλι θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί φορολογία για τα τραπεζικά κέρδη όχι στα επίπεδα του 7% αλλά του 25%, ότι η εκκλησιαστική περιουσία θα υπόκειτο σε υψηλή φορολογία, με την παράλληλη αύξηση της φορολογίας των μεσαίων-ανώτερων στρωμάτων και διάφορα άλλα – δεν λείπουν οι προτάσεις.
Ωστόσο υπάρχει και ένα άλλο επίπεδο κριτικής της ορθολογικότητας των μέτρων. Αυτά τα μέτρα εντείνουν την ύφεση. Για παράδειγμα η μείωση εισοδημάτων που εμπεριέχουν αυξάνει τις επισφάλειες των τραπεζών και επομένως οδηγούν το τραπεζικό σύστημα να περιστείλει περεταίρω της παροχή ρευστότητας στους υπόλοιπους οικονομικούς κλάδους. Να αναφέρουμε ακόμα ότι από το έργο του Keynes και μετά θεωρείται μονόδρομος η αύξηση των δημοσίων δαπανών σε περιόδους ύφεσης ώστε να αντισταθμιστεί η «απεργία» που κηρύσσει ο ιδιωτικός τομέας, ώστε να τονωθεί η ζήτηση και μέσω αυτής η απασχόληση.
Με άλλα λόγια τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση είτε αυξάνουν το χάσμα μεταξύ εσόδων και δαπανών λόγω πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας είτε οδηγούν στην επίτευξη του στόχου αλλά με κόστος μία βαθειά ύφεση στα οικονομικά των πολλών νοικοκυριών τα επόμενα χρόνια και θεσμικά αλλάζουν επί τα χείρω τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.
Κατά συνέπεια η ορθολογικότητά τους ως προς το σκοπό είναι τουλάχιστον υπό αίρεση, εκτός αν εννοούμε με τη λέξη οικονομία μόνο τα οικονομικά του κράτους και όχι τα οικονομικά των μισθωτών, των ανέργων και των συνταξιούχων.
Πλέον η μόνη αναγκαιότητα που μένει για αυτά είναι η υποτιθέμενη εξωτερική επιβολή, με σιδηρούν χέρι, του μίγματος των μέτρων: κλίνουν σε όλες τις κλίσεις Αλμούνια και αναπτύσσουν μία φιλολογία ότι είναι ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας. Πρόκειται για δύο φύλλα συκής.

Β) Είναι αναγκαίος ο στόχος;

Η επερώτηση της αναγκαιότητας του σκοπού είναι το ίδιο αποκαλυπτική. Ο σκοπός σε ευρωπαϊκό επίπεδο ορίστηκε από την περασμένη άνοιξη, πριν τη σύνοδο των G-20 και εκφράστηκε συμπυκνωμένα μέσω της ρήσης του Topolanek, Τσέχου προεδρεύοντος τότε της ΕΕ: κάθε αύξηση των δαπανών για να τιθασευτεί η ανεργία συνιστά δρόμο για την κόλαση. Αυτή την απάντηση συνυπέγραψαν όλες οι κυβερνήσεις της ΕΕ, αναμένοντας μοιρολατρικά τις μηχανές των ΗΠΑ και τη Κίνας να βγάλουν από την ύφεση μία Ευρώπη που θέλει να σώσει το υπάρχον θρυμματισμένο νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Με άλλη διατύπωση: να δούμε την κρίση σαν ευκαιρία για να «μεταρρυθμίσουμε» την αγορά εργασίας, να μειώσουμε τους μισθούς, να «μεταρρυθμίσουμε» το ασφαλιστικό, να ιδιωτικοποιήσουμε περαιτέρω την υγεία, τώρα που οι δυνάμεις της εργασίας θα είναι αδύναμες.
Όμως ο σκοπός αυτός δεν είναι αναγκαίος. Γιατί θα πρέπει να υπηρετηθεί;
Ας αναλογιστούμε για παράδειγμα ότι μείωση δαπανών δεν σημαίνει αναγκαστικά μείωση κοινωνικών δαπανών (σε μια χώρα μάλιστα με τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες), όπως με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο δείχνει η όλη συζήτηση για το σύστημα υγείας των ΗΠΑ).

Υπάρχουν αναγκαιότητες που αποκρύπτονται

Ποια επιτροπή θα διακινδύνευε τη συνοχή της ΕΕ αν αναπτυσσόταν ένα κοινωνικό κίνημα που θα αμφισβητούσε όχι μόνο τα υιοθετούμενα μέτρα αλλά και τον ίδιο το σκοπό, τη στιγμή μάλιστα που η πολιτική που παράγει αυτά τα μέτρα βάλλεται ακόμα και στους διεθνείς οργανισμούς, π.χ. από τον Φλάσμπεκ (διευθυντή τμήματος στην UNCTAD), ο οποίος θεωρεί ότι το πρόβλημα σήμερα προέκυψε από τη μείωση των μισθών στη Γερμανία και ότι απαιτείται έκδοση ευρωομόλογου για τη στήριξη των δημοσιονομικά αδύναμων χωρών.
Υπάρχει μία εικόνα από αμερικάνικές ταινίες: ένα αυτοκίνητο στη μία άκρη του δρόμου, ένα άλλο στην άλλη άκρη του δρόμου. Ξεκίνανε με ταχύτητα το ένα ενάντια στο άλλο. Όποιος στρίψει πρώτος έχασε. Αυτό το παιχνίδι παίζεται όχι μόνο μεταξύ κύκλων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ελλάδας αλλά πλέον στο σύνολο των ανταγωνισμών που διέπουν την ΕΕ, απλά η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ έβγαλε το αυτοκίνητο εκτός δρόμου, φοβούμενη μήπως έρθει σε σύγκρουση με τις κοινωνικές συμμαχίες που στηρίζουν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο σε Ελλάδα και Ευρώπη, όπως φάνηκε πολύ γρήγορα και από το νομοσχέδιο για τις τράπεζες.
Με άλλα λόγια, η μόνη αναγκαιότητα πλέον που μένει για τη δικαίωση των μέτρων και του σκοπού που υποτίθεται ότι υπηρετούν είναι να πειστούμε, μέσω της τρομοκρατίας που ασκούν οι κάτοχοι κεφαλαίου και οι συλλογικοί τους εκπρόσωποι, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς.

Σπύρος Λαπατσιώρας και Γιάννης Μηλιός
Δημοσιεύτηκε στο πρώτο τέυχος του περιοδικού του ΣΥΡΙΖΑ Μπλόκο, το Μάρτιο του 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου