Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Το φαντασιακό της αριστεράς και η πρόταση εξόδου από το ευρώ

Το φαντασιακό της αριστεράς και 
η πρόταση εξόδου από το ευρώ

 

Των ΣΠΥΡΟΥ ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑ και ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΛΙΟΥ
Ο συναγωνιστής Κ. Λαπαβίτσας (Λ. στη συνέχεια), στο κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 11 και 13/7, υπερασπίζεται μεταξύ άλλων τη θέση της εξόδου από το ευρώ.

Πώς μπαίνει το επιχείρημα της εξόδου από το ευρώ
Η έξοδος από το ευρώ και η αναγκαστική υποτίμηση της νέας δραχμής παίζει δύο ρόλους στη ρητορική του Λ.: α) Είναι μέσο, για να μπορεί η χώρα να επιδιώξει αποτελεσματική παραγραφή χρέους. β) Είναι αυτοσκοπός, εφόσον επιτρέπει «την παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας, έξω από το ασφυκτικό πλαίσιο της ΟΝΕ» και «θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής, θα τονώσει τις εξαγωγές και άρα θα προστατεύσει την απασχόληση».
Σε αυτό το κείμενο θα εξετάσουμε ορισμένα από τα οικονομικά αποτελέσματα της εξόδου από το ευρώ, με την εισαγωγή της «νέας δραχμής» και την υποτίμησή της.

Βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών;
Το νέο νόμισμα θα υποτιμηθεί άμεσα κατά ένα μεγάλο ποσοστό, μεταξύ 40-60%. Η υποτίμηση έχει διάφορα δυνητικά αποτελέσματα. Κατ’ αρχή αυξάνει τις τιμές των εισαγόμενων εμπορευμάτων και μειώνει τις τιμές των εξαγόμενων εμπορευμάτων.
Όμως δεν είναι βέβαιο ότι θα αυξήσει την αξία των εξαγωγών σε σχέση με τις εισαγωγές, δηλαδή ότι θα μειώσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται από το πόσο ευαίσθητες είναι στις μεταβολές των τιμών οι ποσότητες εισαγωγών και εξαγωγών και απαιτείται περαιτέρω έρευνα.
Ωστόσο οι σημαντικότερες συνέπειες δεν αφορούν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Ποσοστό κέρδους και «ανταγωνιστικότητα»
Στην αριστερά έχει κυριαρχήσει η αντίληψη ότι τα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο σημαίνουν μειωμένη ανταγωνιστικότητα. Δηλαδή οι ΗΠΑ είναι μη ανταγωνιστικές, ενώ η Κίνα ανταγωνιστική! Είναι όμως έτσι; Θα ήταν, αν δεν υπήρχε η χρηματοπιστωτική σφαίρα και το ισοζύγιο (αυτόνομων) κεφαλαιακών ροών, αν ακόμα δεν έπαιζε κανένα ρόλο το ύψος του ποσοστού κέρδους. Με άλλα λόγια, η αντίληψη αυτή θα ήταν ορθή μόνο στο πλαίσιο μιας αστικής προβληματικής. Ας δούμε κάποια στοιχεία:
Στο διάστημα 1996-2008 η Ελλάδα σημείωσε υψηλή πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 61,0%, η Ισπανία κατά 56,0% και η Ιρλανδία κατά 124,1%, σε αντίθεση με τις περισσότερο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Το αντίστοιχο ποσοστό για την Γερμανία ήταν 19,5%, την Ιταλία 17,8% και για τη Γαλλία 30,8%. Οι χώρες που σημείωσαν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης κατά βάση κατέληξαν με σημαντικά ελλείμματα στις τρέχουσες συναλλαγές. Κατά την ίδια ακριβώς περίοδο η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας βασίστηκε περισσότερο στη σημαντική πραγματική αύξηση του παγίου κεφαλαίου (102,8%) και στη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας και λιγότερο στην κρατική κατανάλωση.
Η έκθεση στον διεθνή ανταγωνισμό που υπηρετήθηκε με την εισαγωγή στο ενιαίο νόμισμα επέβαλε σημαντικές αναδιαρθρώσεις προς όφελος του κεφαλαίου και επέτρεψε στις χώρες της «ευρωπαϊκής περιφέρειας» να μειώσουν την ψαλίδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ που τις χώριζε από πιο προηγμένες χώρες του ευρωπαϊκού «κέντρου» (το μέγεθος αυτό σε καμία περίπτωση δεν μεταφράζεται σε κοινωνική ευημερία), ενώ σημείωσαν υψηλότερα μέσα ποσοστά κέρδους, τα οποία και συνοδεύτηκαν από αντίστοιχα υψηλότερους ρυθμούς κεφαλαιακής συσσώρευσης.
Τα υψηλότερα ποσοστά κέρδους στην «περιφέρεια» «συμπαρέσυραν» προς τα πάνω και το σύνολο των χρηματοπιστωτικών αποδόσεων, με αποτέλεσμα οι διεθνείς επενδυτές να είναι ολοένα και πιο «πρόθυμοι» να χρηματοδοτήσουν τους υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης εκεί. Συνεπώς, οι χώρες της «περιφέρειας» κατέγραψαν ισχυρά πλεονάσματα στο ισοζύγιο των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Οι επενδυτικές «ευκαιρίες» διαφόρων μορφών στις χώρες αυτές τις έκαναν ελκυστικές για τα κεφάλαια του «κέντρου», με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί ένας δίαυλος μεταφοράς πόρων υπό τη μορφή ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών επενδύσεων σε αυτές. Σαν αποτέλεσμα, για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες της «ευρωπαϊκής περιφέρειας» δημιουργήθηκε πριν την κρίση η δυνατότητα να εισάγουν περισσότερα από όσα εξήγαγαν.

Υποτίμηση της εργασίας
Η έξοδος από το ευρώ και η αναγκαστική υποτίμηση έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και των συνταξιούχων. Δηλαδή μια αναδιανομή, με όρους απόλυτης υπεραξίας, προς όφελος του κεφαλαίου.
Δεν θα μιλάμε πλέον για «γενιά των 700 ευρώ», αλλά για «γενιά των 350 ευρώ»!
Μια τέτοια θέση, όταν εκφέρεται από την αριστερά, αποτελεί μια πρόταση ταξικής συμμαχίας με τις πιο καθυστερημένες μερίδες του κεφαλαίου που στηρίζονται στην εξαγωγή απόλυτης υπεραξίας. Καλούνται δηλαδή οι εργαζόμενοι να αποδεχτούν αποτελέσματα χειρότερα του Μνημονίου, με το επιχείρημα ότι, «πιθανότατα», θα υπάρξει μεγέθυνση της καπιταλιστικής οικονομίας (από την οποία κατόπιν και αυτοί θα ωφεληθούν).
Αποτελεί παράδοξο για την αριστερά να διεκδικεί ως διέξοδο από την κρίση την πτώση των μισθών στη διεθνή αγοραστική τους δύναμη, με αντάλλαγμα μια μελλοντική «ανάπτυξη» που θα εξαρτηθεί από την αλλαγή της σύνθεσης του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Αξίζει μάλιστα να επισημάνουμε ότι, μέχρι πρόσφατα, πολλοί από τους θιασώτες του «Νέου ΕΑΜ» και υποστηρικτές της πρότασης εξόδου από το ευρώ υποστήριζαν την αύξηση των ελληνικών μισθών στο μέσο επίπεδο της Ευρωζώνης: «κατώτατος μισθός 1.300 ευρώ» κ.λπ.
Πρόκειται για στρατηγική που υποτάσσει τους εργαζόμενους στο σύνθημα «πάνω από όλα η Ελλάδα», ως όρο για τη μελλοντική κάλυψη των αναγκών τους.

Χρηματοπιστωτικός πανικός και υποτίμηση των παγίων
Έξοδος από το ευρώ σημαίνει αναγκαία στάση πληρωμών προς τους πάντες. Η ίδια η έξοδος από το ευρώ δεν είναι «απλό τεχνικό ζήτημα».
Πολύ πριν υπάρξει η αναγγελία υποτίμησης, όταν θα αρχίσουν οι κάτοχοι πλούτου να διαμορφώνουν την αντίληψη ότι σχεδιάζεται έξοδος από το ευρώ, θα εμφανιστεί μαζική φυγή κεφαλαίων.
α) Τα νοικοκυριά των εργαζομένων θα αποσύρουν τις καταθέσεις τους και θα διατηρούν ευρώ σε ρευστή μορφή. Με την υπόθεση ότι κατά μέσο όρο το κάθε νοικοκυριό θα αποσύρει μόνο 500-1000 ευρώ, θα έχουμε απόσυρση 17,5-35 δισ. ευρώ (από σύνολο καταθέσεων 225 δισ. ευρώ). Ουσιαστικά θα διαμορφωθεί μια οικονομία δύο νομισμάτων με μαύρη αγορά και μεσάζοντες, που θα δώσει στην υποτίμηση ορμή κερδοσκοπικού πυρετού.
β) Οι καπιταλιστές θα αποσύρουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό, αναμένοντας την υποτίμηση. Τότε θα μπορούν να αγοράσουν τις πάγιες εγκαταστάσεις της οικονομίας μισοτιμής: Συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, ενίσχυση της οικονομικής ισχύος του απέναντι στην εργασία.
Σαν αποτέλεσμα, πρακτικά θα κλείσουν οι τράπεζες και θα αντιμετωπίσουν πτώχευση οι επιχειρήσεις που εξαρτώνται από την αναχρηματοδότηση του χρέους τους. Οι τράπεζες θα εξαγοραστούν από το κράτος (με ποιους πόρους;) και θα υπάρξει νέο πρόγραμμα μεταβίβασης κεφαλαίων, εφόσον μάλιστα θα αντιμετωπίζουν διπλάσιο εξωτερικό χρέος, το ίδιο και οι επιχειρήσεις που έχουν εξωτερικό δανεισμό.
Τελικά, η αλματώδης αύξηση της ανεργίας, η αδυναμία των ασφαλιστικών ταμείων να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, η μείωση των μισθών αναλογικά με το ύψος της υποτίμησης, η κατάρρευση των κοινωνικών δαπανών θα είναι τα αποτελέσματα που θα αντιμετωπίσει η εργασία.
Μία ιστορική μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος του κεφαλαίου, ακόμη χειρότερη από αυτή που επιβάλλεται από τη κυβέρνηση Παπανδρέου και τους διεθνείς συμμάχους της μέσω του Μνημονίου.

Ποια «άλλη κυβέρνηση»;
Για να απαντήσουν στην κριτική, οι υποστηρικτές της υποτίμησης προσφεύγουν σε μια φαντασιακή λύση: Υποτίμηση, αλλά με «άλλη κυβέρνηση», η οποία θα έχει τη δύναμη να πάρει μέτρα που θα απαλύνουν τις επιπτώσεις της υποτίμησης. Έτσι βγαίνουν μέτρα όπως η υπεράσπιση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (με τι συναλλαγματικά διαθέσιμα απέναντι σε μια «κερδοσκοπική» επίθεση;), αναδιανομή του εισοδήματος για να αντιμετωπιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις (μετά την κατάρρευση της διεθνούς αγοραστικής δύναμης των μισθών!), κατάλληλοι έλεγχοι τιμών, δηλαδή όλα τα εργαλεία που έχουν τα αστικά κράτη.
Το ζήτημα είναι ότι αν συζητάμε για μια επαναστατική ρήξη με τον καπιταλισμό, τότε τα επίδικα είναι κυρίως άλλα (τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτειακό και πολιτικό επίπεδο) και όχι μια πρόταση για υποτίμηση του νομίσματος.
Ας προσγειωθούμε: Οι προτάσεις που μπορούν άμεσα να συσπειρώσουν τις δυνάμεις της εργασίας σήμερα περνάνε από την αναδιανομή, πρωτογενή και δευτερογενή, από την οργάνωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, από την οργάνωση του συλλογικού-κοινωνικού ελέγχου. Η παραγραφή του χρέους πρέπει να αντιμετωπιστεί ως περίπτωση της αναδιανομής, που θα προέλθει από ένα απλό σύνθημα: Να πληρώσουν οι πλούσιοι, δεν πληρώνουμε εμείς!

Ημερομηνία δημοσίευσης: 18/07/2010
ΑΥΓΗ
 

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

ΚΡΙΣΗ: Ερωτήματα, μύθοι και ο παραλογισμός ως πρόταση διεξόδου

στο Καραβάνι τεύχος 6, Περιοδικό του Κοινωνικού Στεκιού – Στεκιού Μεταναστών Ιούνιος 2010,

ΚΡΙΣΗ: Ερωτήματα, μύθοι και ο παραλογισμός ως πρόταση διεξόδου


Πώς αντιμετωπίζεται μία κρίση στα
πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος;

Οι άμεσες και βασικές κρατικές πολιτικές αντιμετώπισης μίας οικονομικής κρίσης είναι α) η άμεση μείωση των επιτοκίων, ώστε να ανακοπεί, όσο το δυνατό, η πιστωτική ασφυξία που προκαλεί η απροθυμία των τραπεζών να δίνουν δάνεια σε περιόδους κρίσης και μεγάλων αβεβαιοτήτων - ο στόχος είναι η διευκόλυνση της αποπληρωμής  των ήδη υπαρχόντων δανείων και η συνέχιση της χρηματοδότησης των οικονομικών δραστηριοτήτων, β) η αύξηση των κρατικών δαπανών, επειδή οι κεφαλαιούχοι σε καιρούς κρίσης, δεν βλέπουν κερδοφόρα σχέδια και γι αυτό όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν δαπάνες για νέες επενδύσεις (που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας) αλλά μάλλον καταργούν και ήδη υπάρχουσες για να συγκρατήσουν τα περιθώρια κέρδους που έχουν.
Επομένως, η αύξηση των δημοσίων δαπανών και κατά συνέπεια των δημόσιων ελλειμμάτων και του χρέους, αποτελεί το μόνο τρόπο για να ανακοπεί η αλματώδης αύξηση της ανεργίας που δημιουργεί η απροθυμία των επιχειρηματιών (τραπεζών, βιομηχάνων κλπ) να διακινδυνεύσουν τα λεφτά τους (πρόκειται για μία χαρακτηριστική αποτυχία του μηχανισμού της αγοράς να συντονίσει την οικονομική δραστηριότητα, γεγονός που ξανα-αποκαλύφθηκε ηχηρότατα με την κρίση που ξεκίνησε το 2008). Χαρακτηριστικά, όπως έχει λεχθεί, πρέπει το κράτος να «προσλαμβάνει τη μία μέρα εργάτες να σκάβουν τρύπες στους δρόμους και την επόμενη μέρα να τους βάζει να τις ξαναγεμίζουν» ώστε με τους μισθούς που δίνει και τις άλλες δαπάνες (δημόσια έργα, υποδομές κλπ) που κάνει να μη-μειωθούν (αν όχι να αυξηθούν) τα εισοδήματα με συνέπεια οι επιχειρήσεις, παρατηρώντας ότι δεν μειώνεται η ζήτηση (αν δεν αυξάνεται κιόλας), να μην μειώσουν την παραγωγή τους και να μην προχωρήσουν σε απολύσεις ή ακόμη και να επεκτείνουν σταδιακά το κύκλο των εργασιών τους.
Όμως, ενώ στο πρώτο διάστημα της τρέχουσας κρίσης κάπως έτσι αντέδρασαν οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, το τελευταίο χρόνο, ειδικά στην Ευρώπη και στις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ κλπ) εφαρμόζονται και προτείνονται πολιτικές περιορισμού των δημοσίων δαπανών. Επίσης, τόσο το πολιτικό προσωπικό των ιθυνουσών τάξεων (π.χ. κ. Μέρκελ) όσο και οι διεθνείς οργανισμοί (πχ ΟΟΣΑ), καλοβλέπουν μία σταδιακή αύξηση επιτοκίων, για να ανακοπεί όπως λένε η πληθώρα χρήματος, που δημιουργείται από τα χαμηλά επιτόκια, η οποία μπορεί να δημιουργήσει πληθωριστικές πιέσεις, δηλαδή αυξήσεις των τιμών. Περιττεύει να πούμε ότι ακριβώς αυτές οι πολιτικές ήταν που μετέτρεψαν την ύφεση του 1929 στη Μεγάλη Ύφεση του 1929.
Η μόνιμη επωδός, που χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν αυτές τις επιλογές είναι ότι αυτό θέλουν οι «αγορές», ότι πρέπει να είμαστε φερέγγυοι στις «αγορές» και διάφορα άλλα τέτοια επιχειρήματα περί τιμής και υπόληψης (Για το πώς λειτουργούν οι αγορές δες στο τέλος Πλαίσιο 1). Πλην όμως, οι ίδιες οι «αγορές», γνωρίζουν ότι αυτές οι πολιτικές που ακολουθούνται, ειδικά στην Ευρώπη, μεγαλώνουν την κρίση, αυξάνουν την ανεργία και επομένως τις κοινωνικές εντάσεις, αυξάνουν τα χρέη (δημόσια και ιδιωτικά) ακριβώς επειδή μειώνονται τα εισοδήματα, οδηγούν σε πίεση τις τράπεζες ακριβώς επειδή η μείωση των εισοδημάτων και η απειλή αύξησης επιτοκίων οδηγεί σε αδυναμία αποπληρωμής δόσεων όλο και περισσότερα νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Γνωρίζουν ότι πρόκειται για ένα σπιράλ που βαθαίνει τις συνέπειες της κρίσης που ξεκίνησε το 2008, ένα σπιράλ μείωσης των εισοδημάτων και αδυναμίας εξυπηρέτησης των χρεών και των αναγκών. Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά οι «αγορές», σε κάθε ανακοίνωση που θυμίζει προγράμματα λιτότητας, αντιδρούν με φόβο και πολλές φορές με πανικό, ακριβώς επειδή βλέπουν ότι με κάθε τέτοια ανακοίνωση αυξάνεται ο κίνδυνος να μην πάρουν τα λεφτά που δανείζουν σε κράτη, σε τράπεζες, σε επιχειρήσεις ή σε νοικοκυριά άμεσα και έμμεσα μέσω των τραπεζών.
Όλα τα παραπάνω, ως προτάσεις διεξόδου από την κρίση, ακούγονται τρελά – και είναι, χωρίς να συζητήσουμε καθόλου για το τι σημαίνει κάποιος να είναι άνεργος ή να μη του φτάνει ο μισθός να ζήσει αξιοπρεπώς. Πρόκειται όμως για τις απόψεις που είναι οι πιο δημοφιλείς στο πολιτικό προσωπικό των ιθυνουσών τάξεων στη Ευρώπη, τις απόψεις που πρεσβεύει και η κυβέρνηση μας.
Γιατί αντιμετωπίζουν έτσι την κρίση;
Ακολουθούν με θρησκευτική προσήλωση, όπως αρμόζει σε όλα τα δόγματα όταν η σύγκρουση τους με την πραγματικότητα τα διαψεύδει, τη «μεγάλη φυγή προς τα εμπρός», την ακόμη πιστότερη εφαρμογή του δόγματος μέχρι σημείου κώφωσης και τύφλωσης.
Ποια είναι η Ιδέα τους; Αν αυξηθεί η ανεργία, θα μειωθούν οι μισθοί και θα μεταρρυθμιστούν οι αγορές εργασίας, το ασφαλιστικό σύστημα ιδιωτικοποιούμενο θα γίνει σφαίρα επένδυσης κεφαλαίων με σκοπό το κέρδος, το ίδιο ο κλάδος της υγείας ή της παιδείας όπως τόσα χρόνια ζητείται από τα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Αυτό θα συμβεί επειδή οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι και όλες οι κοινωνικές ομάδες που θα πληγούν, θα έχουν μειωμένες ικανότητες αντίδρασης λόγω του φόβου της ανεργίας και του κόστους που πλέον θα έχει στα μειωμένα εισοδήματα έστω και μία μέρα απεργίας. Η μείωση των μισθών, θα αυξήσει τα περιθώρια κερδοφορίας, επομένως οι επιχειρήσεις απολαμβάνοντας μεγαλύτερα κέρδη θα μπορούν κάποια στιγμή να μειώσουν τις τιμές για να ανταγωνιστούν πιο φτηνά εμπορεύματα στο εξωτερικό, οι επιχειρήσεις που δε μπορούν να το κάνουν αυτό θα κλείσουν και μετά μερικά χρόνια θα έχουμε ξανά μία «υγιή οικονομία», με κερδοφόρες επιχειρήσεις που θα ανταγωνίζονται στο εξωτερικό με καλύτερους όρους άλλες επιχειρήσεις, χωρίς δημόσια ελλείμματα, λόγω του περιορισμού των δαπανών, με μεγαλύτερα χρέη φυσικά λόγω της μείωσης του εισοδήματος των νοικοκυριών και των κρατών, και τέλος λόγω της ικανότητας που θα έχουν δείξει να επιβάλλουν τέτοιες πολιτικές περιορισμού των ελλειμμάτων, μείωσης μισθών και ανόρθωσης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων θα απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης των «αγορών».
Επομένως με λίγα λόγια και συμπερασματικά η Ιδέα τους είναι: οι «αγορές» και ο νεοφιλελευθερισμός που εφαρμόζαμε «απέτυχαν» και δημιούργησαν μία από τις δύο μεγαλύτερες κρίσεις στην ιστορία του καπιταλισμού*. Αλλά εμείς σκοπεύουμε να «νεκραναστήσουμε» ότι δημιούργησε αυτήν την κρίση. Και τις «αγορές» και το νεοφιλελευθερισμό. Γι’ αυτό θα συνεχίσουμε να δίνουμε το πρώτο λόγο για τη χρηματοδότηση των οικονομικών δραστηριοτήτων στις «αγορές» και θα εφαρμόσουμε με μεγαλύτερη αυστηρότητα τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που απορρέουν από τη στήριξη στις «αγορές».
Εδώ στη χώρα μας το βασικό επιχείρημα μέσω του οποίου επιχειρείται να οικοδομηθεί συναίνεση στην Ιδέα τους εκφέρεται κάπως έτσι: το δημόσιο χρέος είναι υψηλό και για να μη χρεοκοπήσει η Ελλάδα πρέπει να μειωθούν οι δαπάνες και να αυξηθούν τα έσοδα του κράτους (Για το χρέος δες Πλαίσιο 2). Επομένως οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι θα πρέπει να αποδεχτούν θυσίες, π.χ. η πρωτοφανής μόνιμη μείωση ονομαστικών μισθών, ώστε να μην πτωχεύσει η Ελλάδα. Φυσικά δεν είναι καινούργιο. Είναι ότι ακούγαμε σε κάθε διεκδίκηση να αρθεί η αυξημένη ανισοκατανομή του εισοδήματος που δημιουργήθηκε τα τελευταία 20 χρόνια. Γεγονός που δείχνει, εμφατικά, ότι οι πολιτικές που ασκούνται δεν στοχεύουν ένα καινούργιο φαινόμενο, την κρίση, δεν έχουν παραχθεί ειδικά για την αντιμετώπισή της, αλλά εκπορεύονται αφενός μεν από τις επιθυμίες του κόσμου των επιχειρηματιών, αφετέρου δε από το πολύ απλό γεγονός ότι όσοι κυβερνάνε είχαν εκπαιδευτεί τόσα χρόνια να σκέφτονται νεοφιλελεύθερα, να θεωρούν ενόχους για κάθε τι τους εργαζομένους και τους μισθούς τους: δεν μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο σκέψης τους ακόμη και αν έχει αποτύχει, μόνο να πεισματώσουν στο δόγμα που τους έχει απομείνει, να κρύψουν το κεφάλι στην άμμο και να πιστέψουν ότι αβρόχοις ποσί, θα περάσει ο χρόνος και από μόνες τους και οι δυσκολίες.

Ενας Μύθος

Δεν παράγουμε τίποτα ως χώρα, και γι’ αυτό καταλήξαμε στην κατάσταση που είμαστε και μάλιστα ξέραμε ότι θα καταλήξουμε εδώ, απλά δεν μας ενδιέφερε.

Ο μύθος χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει και τις πολιτικές του ΔΝΤ που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση πριν ακόμη έρθει το ΔΝΤ. Το απλό ερώτημα, αν οι πολιτικές αυτές στοχεύουν να αλλάξουν τη δομή της οικονομίας και μετά από λίγα χρόνια να παράγουμε ότι δεν κάνουμε σήμερα, απαντιέται με ένα «προφανώς όχι». Το σύμφωνο με το ΔΝΤ και την Ε.Ε. δεν στοχεύει σε αυτό.
Η ελληνική οικονομία από το 1996 και μετά αναπτύχθηκε με υψηλούς ρυθμούς, υψηλότερους απ’ ότι τα περισσότερα ανεπτυγμένα κράτη του κόσμου και ειδικά της Ε.Ε.. Αυτό διαπιστώνεται από μία σειρά οικονομικούς δείκτες, που είναι οι μεγαλύτεροι στην Ευρώπη. Ρυθμοί μεγέθυνσης. Επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό. Παραγωγικότητα. Και το σημαντικότερο κερδοφορία των επιχειρήσεων υψηλότατη και υψηλότερη απ’ αυτή που εμφανιζόταν στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης. Η δομή της ελληνικής οικονομίας ακολουθεί το μονοπάτι που ακολουθούν όλες οι ανεπτυγμένες οικονομίες της Ε.Ε. Σημαντική μείωση του ειδικού βάρους του αγροτικού τομέα (και μόνο οι χαμηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων τις οποίες ξέρουμε στον τόπο μας μπορεί να εξηγήσει τη μείωση της αγροτικής παραγωγής), ελαφρά μείωση του ειδικού βάρους της βιομηχανίας και σημαντική αύξηση του τομέα των υπηρεσιών. Παρόμοια δομή και κίνηση με αυτή που εμφανίζουν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και άλλες ανεπτυγμένες χώρες.
Πώς μπορεί επομένως μία χώρα η οποία «δεν παράγει» τίποτα να εμφανίζει αυτά τα αποτελέσματα;
Μία παραλλαγή είναι ότι «δεν παράγουμε υλικά προϊόντα αλλά υπηρεσίες». Αλλά πρόκειται για άσχετο επιχείρημα σε σχέση με την κρίση, που το μόνο που δείχνει είναι η πίστη ότι λέγοντας αρνητικά πράγματα εξηγείς μία αρνητική κατάσταση, κάτι σαν «η στέγη απ’ το σπίτι έπεσε επειδή το βράδυ έσκουζαν οι γάτες πάνω από αυτή». Το αν παράγεις το ένα ή το άλλο δεν οδηγεί σε ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό ή σε αύξηση του χρέους. Το να έχεις ελλείμματα και να αυξάνει το χρέος γενικά προέρχεται από το αν τα κρατικά έσοδα είναι μικρότερα ή μεγαλύτερα από τις κρατικές δαπάνες. Τα έσοδα του κράτους δεν εξαρτώνται από το είδος της παραγωγής αλλά από τους φόρους που πληρώνουν, όταν πληρώνουν, τόσο οι επιχειρήσεις που παράγουν γάλα όσο και οι επιχειρήσεις-τράπεζες που παράγουν υπηρεσίες.
Η ιθύνουσες τάξεις της χώρας μας από τη στιγμή που αποφάσισαν την ένταξη στο ευρώ, στόχευαν να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματα του ευρώ και να αναλάβουν το κόστος των προβλημάτων που θα προκαλούσε αυτή η συμμετοχή. Τα πλεονεκτήματα: οι τράπεζες, οι διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές (το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο το οποίο αποτελεί παγκόσμια δύναμη), οι κατασκευές με το ευρώ θα είχαν περισσότερες δυνατότητες να μεγεθυνθούν και να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους και σε άλλες χώρες και να έχουν σχετική ισχύ στον ανταγωνισμό για νέες αγορές. Με βάση αυτές θα ωφελούνταν ο τουρισμός στη βάση της χρηματοδότησης επενδυτικών σχεδίων και ένα πλήθος μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων που στοχεύουν στην εσωτερική ζήτηση. Τα μειονεκτήματα: το ενιαίο νόμισμα, σε ένα περιβάλλον κατάργησης δασμών θα οδηγούσε διάφορους κλάδους σε μαρασμό ή δε θα έδινε ευκαιρίες ανάπτυξης τους. Είναι προφανές ότι υφαντουργίες δεν μπορούν να συντηρηθούν όταν υπάρχει η Κίνα και δεν υπάρχουν δασμοί.
Το αποτέλεσμα ήταν η μεγέθυνση της οικονομίας να στηριχτεί στους κλάδους που ήταν ικανοί να ανταπεξέλθουν στο διεθνή ανταγωνισμό και στην εσωτερική ζήτηση που δημιουργούσαν οι χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό σήμαινε ότι το εμπορικό ισοζύγιο θα ήταν ελλειμματικό, δηλαδή θα εισάγαμε περισσότερα από ότι εξάγαμε, αλλά επίσης, πράγμα που ξεχνιέται στην τρέχουσα συζήτηση, ότι θα υπήρχαν αντίστοιχες εισροές κεφαλαίων, δηλαδή το ισοζύγιο κεφαλαίων θα ήταν θετικό. Όπως και έγινε.
Έτσι αυτό το ρητό, ότι «δεν παράγουμε τίποτα» αποκαλύπτει απλά την επιθυμία να πεισθούμε ότι για τα μέτρα που λαμβάνονται υπεύθυνοι είμαστε εμείς. Δεν πρόκειται παρά για παραλλαγή του μόνιμου μύθου τον οποίο χρησιμοποιούν οι υπερσυντηρητικοί σε όλες τις χώρες του κόσμου για να εξηγήσουν τη παγκόσμια κρίση που ξεκίνησε το 2008 με στόχο να προτείνουν μέτρα λιτότητας. Και μόνο ότι το βρίσκουμε και στις ΗΠΑ και στη Γερμανία και στην Ελλάδα και πριν την κρίση και τώρα δείχνει ότι είναι μία ρετσέτα, κάτι σαν την «κόκα κόλα που πάει με όλα» αρκεί να κάνει τη δουλειά της: να πείθει κόσμο ότι καλώς του κόβουν το μισθό.

Ο «παραλογισμός» ως πρόταση διεξόδου

Ο «παραλογισμός» των προτεινόμενων πολιτικών, όταν εκφωνούνται όχι ως αυτό που είναι, δηλαδή προτάσεις μεταφοράς εισοδημάτων από τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις και στις τράπεζες αλλά ως προτάσεις διεξόδου των κοινωνιών από την κρίση του 2008 έγκειται στο ότι, πρώτον, την κρίση τη δημιούργησαν αυτές οι ίδιες πολιτικές απελευθέρωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών και τοποθέτησης τους ως μηχανισμών ελέγχου της συμπεριφοράς των κρατών και των επιχειρήσεων, στο πόσο καλά τα καταφέρνουν με τη συμπίεση των εισοδημάτων του κόσμου της εργασίας (ότι τα κατάφεραν καλά τα είκοσι προηγούμενα χρόνια αποδεικνύεται από την πρωτοφανή αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων στον ανεπτυγμένο κόσμο), πόσο καλά τα καταφέρουν με τις πολιτικές ιδιωτικοποιήσεων και προστασίας του «υγιούς» επιχειρηματικού πνεύματος και δεύτερον, πρόκειται για πολιτικές οι οποίες βαθαίνουν την ύφεση, αυξάνουν την ανεργία και το μόνο που οργανώνουν είναι μία ιστορικής σημασίας κατάργηση θεσμών προστασίας των εργαζομένων είτε αφορά τα εισοδήματα τους είτε αφορά τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα τους όπως σύνταξη, περίθαλψη, παιδεία, στέγη, ελεύθερο χρόνο….
Πρόκειται επομένως για πολιτικές που εκθέτουν το εξής παράδοξο: αφού γιγάντωσαν τις τράπεζες, οι οποίες απελευθερωμένες πτώχευσαν το 2008, κατόπιν τις χρηματοδότησαν με λεφτά των εργαζομένων για επιστρέψουν ξανά «υγιείς» στην προηγουμένη δραστηριότητα. Επομένως, όσο και να φωνασκούν για τους κακούς «κερδοσκόπους» μπροστά στις κάμερες, όλοι γνωρίζουν ότι αυτή η επιχείρηση στέφεται, μέχρις στιγμής, με μερική επιτυχία – εν όψει των εξελίξεων που φέρνει ο πυκνός χρόνος παραγωγής γεγονότων, όπως πτωχεύσεις κρατών, νοικοκυριών, επιχειρήσεων ως θυσία στην άσκηση αυτών των πολιτικών. Οι τράπεζες, οι αγορές γενικότερα, μπορούν ξανά να στηρίζουν και να ελέγχουν πολιτικές που πτωχεύουν τους εργαζόμενους μέσω των προγραμμάτων λιτότητας που στοχεύουν να πληρώσουν αυτά που δανείστηκαν οι τράπεζες ώστε να μην πτωχεύσουν.
Δεν είναι «παράδοξη» η σύνταξη αλλά «παράλογη» η ιδέα στην οποία επιχειρούν βίαια να προσαρμόσουν τις ζωές μας και τις κοινωνίες που θα ζήσουμε εμείς και οι μελλοντικές γενιές. Βέβαια βρίσκουν και τα κάνουν. Έχοντας εξοβελίσει τη δημοκρατία στη λήψη αποφάσεων, έχοντας στο τσεπάκι τους τα Μέσα Μαζικής Προπαγάνδας (ας είναι καλά τα σεμινάρια που οργανώνονται για τον τρόπο που θα εκφωνηθούν οι ειδήσεις σχετικά με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές στα δελτία των 8), έχοντας σε αυτή την κατάσταση το συνδικαλιστικό κίνημα, σκέφτονται ότι δεν έχουν αντίπαλο και ότι τους παίρνει: δεν θα χρειαστεί να φεύγουν ξημερώματα με ελικόπτερα για να αποφύγουν το εξεγερμένο πλήθος όπως συνέβη σε άλλες χώρες, δεν θα βρεθούν στη δεινή θέση αντί να λένε μεταξύ τους πώς «εκτός από το ψωμί υπάρχει και το παντεσπάνι», «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί φωνάζουν, δε ζείς χρυσή μου με 600 ευρώ τη σήμερον ημέρα;», δε θα χρειαστεί να αναγκαστούν να πάρουν υπόψη τις κοινωνικές ανάγκες των πολλών, να σεβαστούν το δικαίωμα του καθενός να ζει με αξιοπρέπεια, κοινωνική και οικονομική ελευθερία.
Σε κάθε περίπτωση η φωτιά που ρίχνουν στη κοινωνία πιστεύουν ότι δεν θα τους αγγίξει, θα φτιάξουν τις κατάλληλες «υγειονομικές ζώνες», άλλωστε πάντα μπορούν να μένουν σε γειτονίες που δε θα μπαίνει ο πάσα εις και η «πλέμπα» – οι άλλοι ας προσλάβουν υπηρεσίες security ή να πληρώσουν για δημοτική αστυνομία, αστυνομία γειτονίας ή πολυκατοικίας, μπας και δώσουν και στο κόσμο καμία καλή δουλειά βρε αδελφέ που παράγει πράγματα αντί να θέλουν να προσλαμβάνεται ο κόσμος σε προγράμματα βοήθειας στο σπίτι, στα σχολεία, στα νοσοκομεία ή σε επιχειρήσεις που δεν έχουν αρκετά κέρδη και κλείνουν,  σε δουλειές που δεν παράγουν τίποτα.

Σπύρος Λαπατσιώρας

ΠΛΑΙΣΙΟ 1
Τι είναι οι «αγορές» και πώς λειτουργούν;

Αποτελούνται από τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δηλαδή μορφές κεφαλαίου που στοχεύουν στο μέγιστο δυνατό ποσοστό κέρδους. Με απλά παραδείγματα μπορεί να φωτιστεί η λειτουργία τους.
Στην αγορά ομολόγων αγοράζονται και πωλούνται τα χρέη των κρατών. Ο κάθε ένας που κατέχει ή θέλει να αγοράσει ένα ομόλογο 100 ευρώ με στόχο σε 10 χρόνια να αποκομίσει 140 ευρώ ρωτά τι κίνδυνος υπάρχει, λόγω της αυξημένης πιθανότητας αναδιαπραγμάτευσης του χρέους, αφού στις σημερινές συνθήκες σε όλες σχεδόν τις χώρες αυξάνει το χρέος, αυτό να αξίζει λιγότερο από 140 ευρώ. Ρωτά επίσης κατά πόσο η αύξηση του χρέους θα ωθήσει τα επιτόκια υψηλότερα. Επειδή αν έχει αγοράσει ένα ομόλογο 100 ευρώ με επιτόκιο 5%, θα έχει να λαμβάνει σε ένα χρόνο 105 ευρώ ενώ αν τα επιτόκια διαμορφωθούν στο 10% στο άμεσο μέλλον τότε με τα ίδια λεφτά, 100 ευρώ, θα έχει να λαμβάνει 110 ευρώ. Αντίστροφα, αν ο Α θελήσει να πουλήσει στον Β ένα ομόλογο που δίνει 105 ευρώ σε ένα χρόνο, αν το επιτόκιο έχει πάει 10%, δεν μπορεί να περιμένει να πάρει 100 ευρώ, όσα έδωσε, επειδή ο Β με 100 ευρώ μπορεί να αγοράσει ένα ομόλογο που δίνει 110 ευρώ με το νέο επιτόκιο και όχι απλά 105. Δηλαδή οι κάτοχοι τίτλων σκέφτονται την άνοδο των επιτοκίων ως μία απώλεια αξίας των χρημάτων που έχει ήδη δεσμεύσει σε ομόλογα με χαμηλά επιτόκια.
Όλους αυτούς τους κινδύνους o κάθε κεφαλαιούχος, που σέβεται τη ψυχή της τσέπης του, τους ενσωματώνει απαιτώντας ένα επιτόκιο που έχει μία διαφορά (spread) σε σχέση με τα θεωρούμενα ασφαλή ομόλογα ή άλλους «ασφαλείς» τίτλους χρέους (όπως τα αμερικάνικα ή τα γερμανικά ομόλογα). Μέσω των αυξημένων επιτοκίων τα κράτη ή οι επιχειρήσεις που δεν εφαρμόζουν «συνετές» πολιτικές, περιορισμού των απαιτήσεων των μισθωτών σε δημόσια παιδεία, υγεία, ασφάλιση, υποδομές, που αυξάνουν τις δαπάνες του δημοσίου όταν ελαττώνεται η φορολογία των επιχειρήσεων, «τιμωρούνται».
Ωστόσο, οι αγορές δεν αποτελούν το καθοριστικό στοιχείο για ό,τι συμβαίνει από την έναρξη της κρίσης στην Ευρωζώνη. Ο,τι καθορίζει και παράγει τα γεγονότα στην Ευρωζώνη είναι ότι οι ακολουθούμενες πολιτικές οι οποίες εντείνουν την ύφεση, επομένως μειώνουν τα εισοδήματα και αυξάνουν το χρέος σε σχέση με τα εισοδήματα, δημιουργούν κινδύνους απώλειας αξίας για τους κατόχους τίτλων. Για παράδειγμα, είναι σε γνώση όλων ότι το ενδεχόμενο αυτές οι πολιτικές να οδηγήσουν αρκετά κράτη να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις αναδιάρθρωσης είναι πλέον αρκετά πιθανό (για την Ελλάδα υπάρχουν αναλύσεις που λένε ότι ένα 50% παραγραφή του χρέους είναι το πλέον λογικό σενάριο).
Αυτά ακριβώς τα στοιχεία ενσωματώνουν οι «αγορές», δηλαδή κάθε κάτοχος τίτλων χρέους όταν αποφασίζει τι θα κάνει. Το πρόβλημα επομένως δεν είναι αυτό καθ’ εαυτό οι «αγορές», αλλά η πολιτική απόφαση των ιθυνουσών τάξεων να συνεχίσει να υπάρχει το ίδιο μοντέλο χρηματοδότησης που στηρίζεται στις αγορές και η προθυμία των πολιτικών εκπροσώπων τους να κάνουν ότι μπορούν, ακόμη και οδηγώντας τις αγορές σε παροξυσμό πανικού, με μόνο στόχο στο μέλλον να συνεχίσουν οι «αγορές» να χρηματοδοτούν τα κράτη, τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά.
Αυτό που επιχειρείται να απωθηθεί από τη δημόσια συζήτηση είναι το ερώτημα: Γιατί η κοινωνική ασφάλιση να εξαρτάται από τις αποδόσεις των ασφαλιστικών ταμείων στις «αγορές», η παιδεία από τα φοιτητικά δάνεια, η εργασία από τη διεθνή αποτίμηση της κερδοφορίας της επιχείρησης στα χρηματιστήρια, τα τρόφιμα από την εύρυθμη λειτουργία των αγορών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, οι λειτουργίες των δήμων από τα αμοιβαία κεφάλαια και τις διεθνείς χρηματαγορές τίτλων που τους δανείζουν, το περιβάλλον από τα χρηματιστηριακά δικαιώματα ρύπων και η κάλυψη βασικών κοινωνικών αναγκών από το ύψος του χρέους στις πιστωτικές κάρτες; Γιατί με άλλα λόγια να συναινέσουμε στην επιχείρηση αναστήλωσης ενός αποτυχημένου συστήματος χρηματοδότησης, που απέτυχε παταγωδώς το 2008, αποδεχόμενοι μέσω της μείωσης των μισθών, άμεσα και έμμεσα, τη μείωση των αναγκών μας για ασφάλεια, υγεία, παιδεία κλπ.;
Στις σημερινές συνθήκες το πρόταγμα για απο-εμπορευματοποίηση των αναγκών, δηλαδή  αγώνας για την οργάνωση των κοινωνιών με βάση την ικανοποίηση των αναγκών και όχι με βάση τον ψυχαναγκασμό του λογισμού της αξιοποίησης των κεφαλαίων επείγει.


ΠΛΑΙΣΙΟ 2

Τι εννοούμε όταν ακούμε 120% χρέος;

1) Όταν κάποιος λέει ότι χρωστά 1000 ευρώ δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό αν δεν ξέρεις τα εισοδήματα που έχει. Άλλο να έχει εισοδήματα 1000 και άλλο 100.000. Επομένως χρειάζεται ένα μέτρο του χρέους που να σχετίζει το τι χρωστά με τα εισοδήματα που έχει. Αυτό προκύπτει αν διαιρέσεις το χρέος με τα εισοδήματά του και μετά πολλαπλασιάσεις με 100%. Έτσι στην πρώτη περίπτωση το άτομο έχει χρέος 1000/1000=1 και μετά επί 100% = 100%. Στη δεύτερη περίπτωση έχει χρέος 1000/100.000=0,01 και μετά επί 100% = 1%
2) Τα εισοδήματα μίας χώρας τα δείχνει το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν). Δηλαδή, το άθροισμα όλων των αξιών των προϊόντων που παράγονται σε ένα έτος στην χώρα. Αυτό δηλώνει συγχρόνως τα εισοδήματα, επειδή η αξία ενός προϊόντος αναλύεται σε μισθούς, κέρδη, κλπ. Επειδή τα έσοδα του κράτους προέρχονται από τους φόρους (είτε άμεσοι, μέσω της πληρωμής φόρων εισοδήματος είτε έμμεσοι μέσω του ΦΠΑ) το ΑΕΠ δείχνει την ικανότητα εσόδων μίας κυβέρνησης.
Επομένως 120% χρέος σημαίνει ότι διαιρούμε το δημόσιο χρέος με το ΑΕΠ και μετά πολλαπλασιάζουμε επί 100%. Πρέπει να προσέξουμε ότι το χρέος είναι ένα αποθεματικό μέγεθος (χρωστά τόσα ευρώ, μέγεθος που αντανακλά το χρέος που έχει όλα τα προηγούμενα χρόνια), Ενώ το ΑΕΠ είναι ένα μέγεθος ροής (η συνολική αξία που παρήγαγες αυτό το χρόνο είναι τόση). Αρα χρέος περισσότερο από 100% δεν σημαίνει ότι χρωστάς περισσότερα από όσα έχεις αλλά ότι χρωστάς περισσότερα απ ότι έβγαλες αυτή τη χρονιά.
3) Αυτό το νούμερο αφορά το δημόσιο χρέος και όχι το ιδιωτικό. Αυτό έχει σημασία, επειδή δεν γίνεται συζήτηση για τον τρόπο που θα μειωθεί το χρέος των μισθωτών από τα δάνεια που έχουν .
Πώς μειώνεται το χρέος;

Υπάρχουν τέσσερις γενικοί τρόποι και οι συνδυασμοί τους.
Α) Να αυξάνουν τα εισοδήματα περισσότερο από το χρέος. Δηλαδή η οικονομία να πηγαίνει καλά. Επειδή τέτοιοι ρυθμοί αύξησης μάλλον δεν πρόκειται να παρατηρηθούν τα επόμενα χρόνια σε όλο τον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο, μας μένουν οι υπόλοιποι.
Β) Να έχεις μεγαλύτερα έσοδα από έξοδα, ώστε ότι απομένει να ξεπληρώνει το χρέος. Επειδή όμως σε κάθε οικονομία υπάρχουν δύο μεγέθη που αποτελούν πηγές εσόδων του κράτους, τα κέρδη και οι μισθοί, μπορείς να έχει δύο πολιτικές αύξησης των εσόδων με προφανείς συνέπειες: ή να χρηματοδοτήσεις τα έσοδα από τα κέρδη (40% φόρο στις επιχειρήσεις όπως ίσχυε πριν το 1995, να φορολογηθεί η εκκλησία και πολλά άλλα που έχουν ακουστεί κατά κόρο το τελευταίο διάστημα) ή να χρηματοδοτήσεις τα έσοδα από τους μισθούς. Τα τελευταία χρόνια συνεχώς επιχειρείται το δεύτερο και μάλιστα μετά τη συμφωνία με το ΔΝΤ η κυβέρνηση, με πρωτοφανή τρόπο, επιχειρεί να δημιουργήσει μόνιμες καταστάσεις συμπίεσης των μισθών προς όφελος των κερδών.
Γ) Το χρέος μειώνεται με τον πληθωρισμό (αρκεί ένα μέτριος, τάξης 5-7%). Ένα απλό παράδειγμα. Έστω ότι κάποιος χρωστά 100 ευρώ τα οποία πρέπει να αποπληρώσει σε ένα χρόνο. Αν αυξηθούν οι τιμές κατά 10% (και σε μικρότερο ποσοστό αυξηθούν τα εισοδήματα λόγω της αύξησης των τιμών) τότε το χρέος των 100 ευρώ σήμερα θα αξίζει γύρω στα 90 ευρώ σε ένα χρόνο.
Δ) Το χρέος μειώνεται με την παραγραφή τμήματος του χρέους. Συμφωνούν ο δανειστής και ο δανειζόμενος, μετά από διαπραγμάτευση, αντί να υπάρχει υποχρέωση 100 ευρώ να υπάρχει υποχρέωση 90 ή 70 ή 50.

Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Αντί να αντιμετωπίζουν τις αιτίες, στοχεύουν στις συνέπειες

Αντί να αντιμετωπίζουν τις αιτίες, στοχεύουν στις συνέπειες

 



Οι οικονομικοί δείκτες δείχνουν μία ασθενή αλλά αβέβαιη ακόμη ανάκαμψη από την οικονομική κρίση για τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες. Η αβεβαιότητα γίνεται μεγαλύτερη όταν κανείς εστιάζει στην Ευρώπη. Οι πολιτικές που εστιάζουν στη μείωση των ελλειμμάτων, αν δεν εντείνουν την ύφεση, σε κάθε περίπτωση δυσκολεύουν την ανάκαμψη.

ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΑ αφενός μεν την κύρια τάση των ευρωπαϊκών πολιτικών, αφετέρου δε τις «τούμπες» που αναγκάζεται να κάνει η Ευρώπη ή, να το πούμε διαφορετικά, τις αναγκαστικές μετατοπίσεις από τις «κόκκινες γραμμές» που χαράζει για την υπεράσπιση της σημερινής αρχιτεκτονικής της Ε.Ε., κάποια βασικά ερωτήματα που τίθενται στις αγορές χρήματος και ομολόγων αφορούν:
α) Την πιθανή αντίδραση της ΕΚΤ όταν ο πληθωρισμός αγγίξει το όριο του 2% που θέτει ως στόχο για να αλλάξει το επιτόκιο παρέμβασης - κάθε αύξηση των επιτοκίων θα δημιουργήσει περαιτέρω δυσκολίες.
β) Την παρατηρούμενη αύξηση της ανεργίας, η οποία, σε συνδυασμό με τις πολιτικές λιτότητας, θα περιορίσει τα εισοδήματα των νοικοκυριών και επομένως θα επιδράσει και στην καταναλωτική δαπάνη, αλλά και θα εντείνει την πίεση στους τραπεζικούς ισολογισμούς.
γ) Τις αβεβαιότητες στην αγορά χρέους, καθώς αυτό αυξάνεται και απόλυτα αλλά και ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε ένα περιβάλλον όπου η μεταφορά της πίεσης στα κράτη μέλη αποδυναμώνει τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυξάνει του «πολιτικούς κινδύνους» ανατροπής των πολιτικών λιτότητας, ενώ πλέον έχουν τεθεί ερωτήματα σταθερότητας του ευρώ.
δ) Την αύξηση του κινδύνου να βρεθεί κανείς με τίτλους και υποχρεώσεις χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης που, μετά από όλα τα προηγούμενα, θα έχουν δυσκολίες να ανταποκριθούν, κατάσταση η οποία εντείνει τον ανταγωνισμό στις αγορές χρήματος.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ της Γερμανίας -η επιστράτευση της εξουσίας επιβολής έκτακτων ρυθμίσεων που έχουν τα κράτη - να επιβάλει μονομερώς κάποιες ελάσσονες ρυθμίσεις, ενώ ξαναφέρνει στη δημόσια ατζέντα το ζήτημα της ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα, τίθεται ως περιστασιακή ρύθμιση, με χρόνο λήξης (έως τις 31 Μαρτίου 2011). Συγχρόνως, μάλλον, μας εισάγει σε ένα πολιτικό «παιχνίδι» επί των ρυθμίσεων, όπως δείχνει το γεγονός ότι η απαγόρευση ήταν μονομερής και χωρίς να έχει υπάρξει διαβούλευση με τα άλλα κράτη μέλη.

ΣΕ ΚΑΘΕ περίπτωση ρυθμίσεις όπως, α) η απαγόρευση των ακάλυπτων ανοιχτών πωλήσεων (naked short selling, δηλαδή να πουλάς τίτλους, μετοχές ή ομόλογα τους οποίους δεν κατέχεις) στα ομόλογα των κρατών της ευρωζώνης και των CDS που αφορούν αυτούς τους τίτλους καθώς και των μετοχών των 10 μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών οργανισμών της Γερμανίας, β) ο συζητούμενος φόρος επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών, είναι καλοδεχούμενες εφόσον δείχνουν ότι η τυφλή εμπιστοσύνη στις «καινοτομίες» των αγορών βλάπτει και επίσης παραπέμπουν σε άλλους τρόπους βελτίωσης των δημόσιων οικονομικών, οι οποίοι έως τώρα επιμελώς ήταν εκτός ατζέντας.
Εμφανίζουν όμως ένα παράδοξο. Αντί να στοχεύουν στις αιτίες του προβλήματος, στοχεύουν στις συνέπειες.

ΑΝ ΣΤΗΡΙΖΕΙΣ το σύστημα δανεισμού των κρατών στις διεθνείς αγορές χρήματος, τότε οι παίκτες σε αυτές (τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως hedge funds κ.λπ.) προεξοφλούν τον κίνδυνο που έχει η αγορά τίτλων κρατών της Ευρωζώνης και των τραπεζών της, τον κίνδυνο που δημιουργούν οι εμμονές στα δημόσια ελλείμματα. Σε ένα περιβάλλον πυκνού χρόνου γεγονότων, όπως είναι αυτός που ζει η Ευρώπη το τελευταίο διάστημα, και μεγάλων αβεβαιοτήτων που φτάνουν να αφορούν τη σταθερότητα του ευρώ και τους όρους συμμετοχής σε αυτό εμφανίζουν συμπεριφορά «αγέλης».

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ που έχει τεθεί εκ των πραγμάτων στην Ευρώπη είναι αν θα συγκροτήσει ένα σύστημα μεταφοράς πόρων (π.χ. κάποιον προϋπολογισμό ομοσπονδιακού τύπου) μεταξύ των κρατών - μελών, το οποίο να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κατάστασης και συγχρόνως να ασχοληθεί πιο ενεργά με το ζήτημα του χρέους των κρατών (ένας μηχανισμός δανεισμού κατ’ ευθείαν από την ΕΚΤ, με παράλληλη αναδιάρθρωση του πλαισίου λειτουργίας της) ή αν θα επιμείνει σε πολιτικές οι οποίες μεταφέρουν τελικά την πίεση στη μισθωτή εργασία εντείνοντας τις υφεσιακές τάσεις.
Η εμμονή στη δεύτερη πολιτική ενέχει ένα παράδοξο. Στηρίζεσαι στις «αγορές» για να δανειστείς -δεν αγγίζεις το σύστημα χρηματοδότησης- και, όταν οι «αγορές» διαπιστώνουν τις δυσκολίες τις οποίες οικοδομείς, τις κατηγορείς που το διακηρύσσουν έμπρακτα καθώς συνάμα οδηγείσαι σε έκτακτα μέτρα καθοδηγούμενος από αυτό που επιχειρείς να απωθήσεις.

Ημερομηνία δημοσίευσης: 23/05/2010
ΑΥΓΗ

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Μία ρωγμή που διευρύνεται

Μία ρωγμή που διευρύνεται
 


Στη Σύνοδο Κορυφής του Φεβρουαρίου, για πρώτη φορά διαπιστώθηκε μία ρωγμή στην υπεράσπιση του Συμφώνου Σταθερότητας και γενικότερα της νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής της Ευρώπης. Την περασμένη Κυριακή, 8/5, αυτή διευρύνθηκε περισσότερο. Με αντιφατικό τρόπο, όπως αναγκαία συμβαίνει όταν συγκρούεται μία θρησκευτικού τύπου ιδεοληψία με τα γεγονότα.
Η δυναμική διεύρυνσης της ρωγμής βρίσκεται στην αντίσταση που προβάλλει η πραγματικότητα στην ιδεοληψία που εκδηλώνει μεγάλο τμήμα της ιθύνουσας τάξης στην Ευρώπη. Στη βία που συνεπάγεται η επιβολή μίας πολιτικής η οποία ναι μεν ανταποκρίνεται στο ιδεώδες της αλλά βρίσκεται σε σύγκρουση, θα έλεγα, με τη «λογική της κατάστασης».
Όταν την Παρασκευή, 6/5, τέθηκε έμπρακτα το ζήτημα της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρώπης, προφανώς με διεθνείς συνέπειες και ακόμη περισσότερο άρχισε να εκδηλώνεται αμφισβήτηση της σταθερότητας και της ίδιας της ύπαρξης του ευρώ, εσπευσμένα και άμεσα, με παρέμβαση και των ΗΠΑ, πάρθηκαν αποφάσεις, σε πολύ πυκνό χρόνο, που δείχνουν την έκταση της διεύρυνσης της ρωγμής.

Ο μηχανισμός στήριξης, το πρόγραμμα του 1 τρισ., αποτελεί μία γενίκευση της υποχώρησης από την αρχή της «μη-διάσωσης χώρας μέλους» αλλά συγχρόνως και γενίκευση του μηχανισμού που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα. Να παρατηρήσουμε ότι παρόλο που η ακριβής λειτουργία του ακόμη δεν είναι γνωστή διαφαίνονται καλύτεροι όροι από τους αντίστοιχους της ελληνικής περίπτωσης.
Αλλά, πιο σημαντικό, η διακήρυξη ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προχωρά στην αγορά ομολόγων κρατών, σηματοδοτεί μία πολύ σημαντική τομή με συνέπειες που θα έχουν βάθος χρόνου, εφόσον, η απαγόρευση αγοράς ομολόγων κρατών αποτελεί δομικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής της νεοφιλελεύθερης Ε.Ε. Βεβαίως η διακήρυξη περιορίζει την παρέμβαση μόνο στη δευτερογενή αγορά, δηλαδή να μη δανείζονται τα κράτη κατ’ ευθείαν από την ΕΚΤ. Βεβαίως, επίσης, δεν γνωρίζουμε το ύψος της παρέμβασης και υπάρχει η υπόσχεση τήρησης του δόγματος ελέγχου της προσφοράς χρήματος μέσω της αντίστοιχης πώλησης άλλων τίτλων (αποστειρωμένη παρέμβαση).

Ωστόσο, αυτή η ρωγμή, έστω διευρυμένη, αφορά μηχανισμούς που ακόμη είναι «πίσω» από τις απαιτήσεις της λογικής της κατάστασης που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.
Η πρόταση σε αφηρημένο επίπεδο συντίθεται από δύο άξονες. Πρώτος: Τα κράτη συνεχίζουν να δανείζονται από τις αγορές χρήματος και ο μηχανισμός παρέχει μία εγγύηση στις αγορές χρήματος ότι τμήμα του κινδύνου χειροτέρευσης της ποιότητας των δανείων το αναλαμβάνει η ΕΚΤ ή αν χρειαστεί γίνεται χρήση του προγράμματος του 1 τρισ. Δεύτερος: Τα κράτη εφαρμόζουν πολιτικές που στοχεύουν στον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων επομένως ακολουθούν πολιτικές που εντείνουν την ύφεση, με συνέπεια το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να αυξάνει και να απαιτούνται μεγαλύτερες μειώσεις των δημοσίων δαπανών για να επιτευχθεί ο στόχος μείωσης των ελλειμμάτων. Ένα καθοδικό σπιράλ. Με άλλα λόγια, ένας μηχανισμός που στοχεύει η νομισματική πολιτική να απορροφά τους κραδασμούς τους οποίους δημιουργεί η δημοσιονομική πολιτική.

Ο συνδυασμός αυτών των δύο αξόνων ενέχει αρκετές περιπλοκές οι οποίες θα δοκιμάσουν την επάρκειά του και την αντοχή του στο επόμενο διάστημα.

Πρώτο, η αύξηση του χρέους στην Ευρωζώνη θα εντείνει τον κίνδυνο που πρέπει να ενσωματώσουν εκάστοτε οι κάτοχοι ομολόγων, αλλά και το εύρος των τίτλων που θα διασπείρεται ο κίνδυνος με αποτέλεσμα να μην είναι σίγουρο ότι το μέγεθος και η στόχευση στη ρευστότητα αυτού του προγράμματος επαρκεί τη στιγμή που σχηματίζεται πρόβλημα φερεγγυότητας.

Δεύτερο, και ίσως πιο σημαντικό, ο μηχανισμός αυτός έχει στηθεί στη βάση πολιτικών, οι οποίες με οιονεί πολεμικό τρόπο επιχειρούν μία ιστορική αλλαγή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων και του θεσμικού πλαισίου που είχε οικοδομηθεί μεταπολεμικά. Αυτό ενέχει πολιτικούς κινδύνους τους οποίους όταν χρειαστεί, επίσης, θα ενσωματώσουν άμεσα στους υπολογισμούς τους οι κάτοχοι ομολόγων αλλά και οι κάτοχοι ιδιωτικού χρέους ή οι συναλλασσόμενοι με τις τράπεζες. Πρόκειται για κατάσταση την οποία όχι απλώς δεν «θεραπεύει» αλλά την προκαλεί ο μηχανισμός.
Πολιτικές οι οποίες απαιτούν τέτοιο περιορισμό των οικονομικών - κοινωνικών δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας και ενέχουν ως δυνατότητα την περιστολή της δημοκρατίας για να εφαρμοστούν είναι αμφίβολο αν μπορούν να περπατήσουν και μάλιστα για το μεγάλο βάθος χρόνου το οποίο απαιτούν αυτές οι πολιτικές.
Το επόμενο διάστημα θα πρέπει να αναμένουμε νέα επεισόδια διεύρυνσης της ρωγμής αυτής. Οι κατευθύνσεις που θα πάρει προφανώς εξαρτώνται από την οργανωμένη αντίδραση του κόσμου της εργασίας.

Σ. Λαπατσιώρας
ΑΥΓΗ, Ημερομηνία δημοσίευσης: 16/05/2010
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=543256
 

Οι κακές αγορές και ο καλός μηχανισμός στήριξης

Οι κακές αγορές και ο καλός μηχανισμός στήριξης


Του Σπύρου Λαπατσιώρα*

Γίνεται πολύ λόγος για την «επίθεση που κάνουν οι αγορές». Μάλιστα ο κ. Παπανδρέου με σκοπό τη συγκρότηση μίας εθνικής συναίνεσης στις πολιτικές του το επικαλείται «οι κερδοσκόποι μας επιτίθενται πρέπει να αντισταθούμε…».

Τι είναι οι αγορές;
Οι «αγορές», όπως είναι σήμερα, καταρχάς είναι ένα σύστημα διαχείρισης της χρηματοδότησης της νεοφιλελεύθερης μορφής της καπιταλιστικής οικονομίας. Αποτελούνται από τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δηλαδή, μορφές κεφαλαίου που στοχεύουν στο μέγιστο δυνατό ποσοστό κέρδους. Με κάποια απλά παραδείγματα, μπορούμε να δούμε κάποια βασικά στοιχεία της λειτουργίας τους.
Στην αγορά ομολόγων αγοράζονται και πωλούνται τα χρέη των κρατών. Στις σημερινές συνθήκες, αύξησης του χρέους σε όλο σχεδόν τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, ο κάθε ένας που κατέχει ή θέλει να αγοράσει ένα ομόλογο 100 ευρώ με στόχο σε 10 χρόνια να αποκομίσει 140 ευρώ ρωτά πρώτα τι κίνδυνος ενέχεται στο μέλλον, λόγω πιθανότητας αναδιαπραγμάτευσης του χρέους, αυτό να αξίζει λιγότερο από 140 ευρώ.
Ακόμη περισσότερο ρωτά κατά πόσο η αύξηση του χρέους θα ωθήσει τα επιτόκια υψηλότερα, με αποτέλεσμα αν χρειαστεί να καταθέσει αυτό το ομόλογο ως εχέγγυο για να πάρει χρήματα, στην αγορά χρήματος, θα λάβει κάτι λιγότερο από την αξία που θα όφειλε να είχε με βάση το ποσό που έδωσε και την απόδοση που περιμένει. Αν έχει αγοράσει το ομόλογο με επιτόκιο 5% και τα επιτόκια διαμορφωθούν στο 10% στο μέλλον τότε θα έχει μία απώλεια εφόσον το ομόλογο ως εγγύηση αποδίδει λιγότερα χρήματα.
Όλους αυτούς τους κινδύνους τους ενσωματώνει στις απαιτήσεις του να πάρει ένα επιτόκιο που να έχει μία διαφορά (spread) σε σχέση με θεωρούμενα ασφαλή ομόλογα ή άλλους τίτλους χρέους. Εν προκειμένω, της Γερμανίας.
Αυτή η λειτουργία καθιστά τις «αγορές» μηχανισμό επιτήρησης των κρατών και των επιχειρήσεων για το κατά πόσο εφαρμόζουν πολιτικές οι οποίες προάγουν τις κεφαλαιακές αποδόσεις και γενικότερα πολιτικές που αλλάζουν το ταξικό συσχετισμό προς όφελος του κεφαλαίου. Αυτή η θέση τους δίνει μία ισχύ, να επιβάλλουν πειθάρχηση στους κανόνες (διευρυμένης) αναπαραγωγής της υπάρχουσας μορφής του καπιταλισμού. Ωστόσο, αν και αποτελούν θεμέλιο στοιχείο παραγωγής οικονομικών γεγονότων δεν αποτελούν το καθοριστικό στοιχείο για ό, τι συμβαίνει από την έναρξη της κρίσης στην ευρωζώνη.
Η αρχιτεκτονική της ΕΕ και η πολιτική της
Ό, τι καθορίζει και παράγει γεγονότα στην Ευρωζώνη είναι η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. σε συνδυασμό με τις πολιτικές διαχείρισης της κρίσης καθώς αυτή (η κρίση) αντιδρά με τις «αγορές». Πολιτικές οι οποίες εντείνουν την ύφεση, επομένως μειώνουν τα εισοδήματα, αυξάνουν το χρέος σε σχέση με τα εισοδήματα, αυξάνουν τα ελλείμματα, δημιουργούν κινδύνους απώλειας αξίας για τους κατόχους τίτλων. Επομένως, οι κάτοχοι τίτλων αυξάνουν τις απαιτήσεις τους όσον αφορά τα επιτόκια τα οποία ζητάνε, ή και αρνούνται να αγοράσουν ή να δεχτούν ως ενέχυρο επικίνδυνους τίτλους.
Επίσης, είναι σε γνώση όλων ότι η πολιτική της Ε.Ε. ο «κάθε ένας να τα βγάζει πέρα μόνος του» δημιουργεί επιπλέον κίνδυνο για κάθε κράτος στο οποίο θα διαπιστωθεί μία «αρρυθμία». Θα αναγκαστεί να επεκτείνει τα μέτρα λιτότητας, επομένως να ενισχύσει τις τάσεις ύφεσης, με συνέπεια να αυξηθούν τόσο οι ανάγκες του για δανεισμό όσο και οι κίνδυνοι.
Τελευταίο. Είναι γνωστό ότι τα χρέη των κρατών, ως ποσοστό των εισοδημάτων, μεγεθύνονται, λόγω των πακέτων διάσωσης που υλοποιήθηκαν όταν ξέσπασε η κρίση για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού μηχανισμού αλλά και όλων των παρεμβάσεων που συνθέτουν τη δημοσιονομική πολιτική. Απ’ αυτές τις πολιτικές και σε συνδυασμό με τα προηγούμενα δημιουργούνται ανησυχίες, οι οποίες θεωρητικοποιούνται πλέον σε πολλές οικονομικές αναλύσεις, ότι τελικά οι πολιτικές αυτές όχι μόνο δεν θα λύσουν άλλα προβλήματα πέραν της αλλαγής του θεσμικού πλαισίου και του ταξικού συσχετισμού εις βάρος της εργασίας, αλλά, επειδή θα οδηγήσουν σε αδιέξοδο την εξυπηρέτηση του χρέους θα αναγκαστούν αρκετά κράτη να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις αναδιάρθρωσης ή και παραγραφής του χρέους (για την Ελλάδα υπάρχουν αναλύσεις που λένε ότι ένα 50% παραγραφή του χρέους είναι το πλέον λογικό σενάριο).
Όλα αυτά μαζί μας οδήγησαν στην Παρασκευή, 6/5, όπου τέθηκε ζήτημα νέας κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ζήτημα σταθερότητας, ακόμη και ύπαρξης του ευρώ.

Μερική ρήξη, αλλά δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα
Η αντίδραση της ιθύνουσας τάξης που εκδηλώθηκε άμεσα το Σαββατοκύριακο, παρόλο που βρίσκεται σε μερική ρήξη με το Σύμφωνο Σταθερότητας και ανοίγει ζητήματα αλλαγής της αρχιτεκτονικής της Ευρώπης, πλέον, δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Πιστεύει ότι με μία μεγάλη «ένεση» ρευστότητας στα κράτη που θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες και με την ΕΚΤ να ασκεί μία πολιτική απορρόφησης των κραδασμών των πολιτικών ύφεσης, με άλλα λόγια λέγοντας στους κατόχους τίτλων ότι αναλαμβάνει η ΕΚΤ και εν συνόλω τα κράτη της ευρωζώνης τους κινδύνους που δημιουργούν οι πολιτικές αυτές, θα τους ηρεμήσει και οι «αγορές» θα κινηθούν με ομαλούς ρυθμούς. Δεν ξέρουμε τις λεπτομέρειες, των οποίων η αποσαφήνιση είναι ουσιαστικό ζήτημα που ανοίγει την εξέλιξη του μηχανισμού προς διάφορες κατευθύνσεις
Ωστόσο ως έχει, γενικά, είναι, ακόμη μία φορά, μετάθεση του προβλήματος. Μετάθεση με την ελπίδα ότι δύο τάσεις της συγκυρίας δεν θα εκδηλώσουν τη δυναμική τους έτσι που να μην μπορούν να τύχουν διαχείρισης. Πρώτη, τα χρέη να αυξάνουν και επομένως επιμηκύνεται ο χρόνος εξόδου από την κρίση των δημόσιων οικονομικών. Το πρόβλημα φερεγγυότητας των κρατών δεν επιλύεται. Δεύτερη, οι πολιτικές αυτές να βάζουν φωτιές στις κοινωνίες της Ευρώπης. Πώς μπορεί ο κόσμος της εργασίας να δεχθεί πολιτικές που αλλάζουν βίαια τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων, που ξεθεμελιώνουν κατακτήσεις που διαμορφώθηκαν σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο χωρίς να υπάρξουν αντιδράσεις; Οι όποιες αντιδράσεις, όμως, θα εκληφθούν από τις «αγορές» ως ένδειξη ότι η τρέχουσα ιδεοληψία των ιθυνουσών τάξεων της Ευρώπης κινδυνεύει να αναγνωρισθεί απ’ όλους ως τέτοια. Μία ιδεοληπτική, δηλαδή, αναπαράσταση του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων με αποτέλεσμα ο κίνδυνος απώλειας της αξίας των τίτλων να μεγαλώσει.
Επομένως, πρέπει να περιμένουμε και άλλες εξελίξεις καθώς η αδιέξοδη πολιτική πρόταση που πάει να εφαρμοστεί σε κάθε χώρα της Ευρώπης θα αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της.

* Ο Σπ. Λαπατσιώρας, διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
ΕΠΟΧΗ,  Κυριακή, 16 Μαΐου 2010
http://www.epohi.gr/portal/politiki/5029-2010-05-16-15-24-12